σώμα,
το, ουσ.
[<αρχ. σῶμα], το σώμα. 1. το κορμί: «έχει αθλητικό σώμα». 2. άντρας,
ιδίως γυναίκα με ωραίο σώμα: «για δες στ’ απέναντι πεζοδρόμιο ένα σώμα που
περνάει!». 3. υποδιαίρεση ενός όπλου που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό
ανδρών: «Γ΄ Σώμα Στρατού». (Λαϊκό τραγούδι: από μικρή στα σώματα είχα
αδυναμία, στο Πεζικό, στο Ναυτικό και στην Αεροπορία). 4.το
καλοριφέρ: «πόσα σώματα υπάρχουν σ’ όλο το διαμέρισμα;». Υποκορ. σωματάκι,
το (βλ. λ.) κ. σωματάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γίνεται
ένα σώμα, λέγεται στην περίπτωση που κάτι αραιό ή κάτι που βρίσκεται σε
υγρή κατάσταση πήζει και στερεοποιείται: «όταν βγάζουμε το σιρόπι απ’ τη φωτιά,
αυτό σιγά σιγά γίνεται ένα σώμα κι έτσι έχουμε την καραμέλα || αν αφήσουμε το
νερό σε μείον βαθμούς, αυτό γίνεται ένα σώμα κι έχουμε τον πάγο»· βλ. και φρ. έγιναν
ένα σώμα·
- γίνεται
σώμα, βλ. φρ. κάνει σώμα·
- έγιναν
ένα σώμα, λέγεται στην περίπτωση που κάποια πράγματα που έχουν επίπεδες
επιφάνειες έρχονται, συνήθως λόγω νερού ή υγρασίας, και κολλάνε μεταξύ τους
τόσο δυνατά, που είναι αδύνατο να τα ξεχωρίσεις: «είχα πολύ καιρό τα χειρόγραφά
μου κάτω στο υπόγειο κι απ’ την υγρασία που επικρατούσε εκεί ήρθαν κι έγιναν
ένα σώμα»· βλ. και φρ. γίνεται ένα σώμα·
- είμαι
δοσμένος ψυχή τε και σώματι, βλ. λ. ψυχή·
- είναι
ένα σώμα μια ψυχή, (για ζευγάρια) ταιριάζουν, συνεννοούνται απόλυτα, είναι
ταυτισμένοι: «αποκλείεται να τους βάλεις να μαλώσουν, γιατί, απ’ τη μέρα που
γνωρίστηκαν, είναι ένα σώμα μια ψυχή». Συνών. είναι δυο κορμιά μια ψυχή·
- κάνε
σώμα, στερεότυπη έκφραση μικρών παιδιών αλλά και μεγαλύτερων σε κάποιον που
με διάφορα γυμναστικά όργανα έχει δυναμώσει το κορμί του, να τους επιδείξει
τους μυς του·
- κάνει
σώμα, λέγεται όταν κάποιο σώμα έρχεται σε επαφή με ηλεκτροφόρο καλώδιο και
δημιουργεί πρόβλημα στην ηλεκτρική παροχή: «κάπου κάτι θα κάνει σώμα, γι’ αυτό
καίγεται η ασφάλεια»·
- κάνω
σώμα, α. με διάφορα γυμναστικά όργανα δυναμώνω το κορμί μου:
«ασχολείται από μικρός με την ενόργανη γυμναστική, γι’ αυτό και έκανε σώμα». β.
ρουφώ βαθιά την κοιλιά μου και επιδεικνύω το αθλητικό μου σώμα και τους μύες
μου: «μόλις τον βλέπουν τα παιδιά, του ζητάνε να κάνει σώμα»·
- ξένο
σώμα, (για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν είναι προσαρμοσμένος σε ένα σύνολο,
ιδίως κοινωνικό, ή που δεν ανήκει σε αυτό: «έκανε μπαμ πως πρώτη του φορά
συναναστρεφόταν την αριστοκρατία, γιατί έδειχνε αμέσως ξένο σώμα || δεν
ταιριάζει αυτό το κομοδίνο στο σαλόνι, γιατί είναι ξένο σώμα συγκριτικά με τ’
άλλα έπιπλα»·
- σώμα
με σώμα, (για μάχες) στήθος με στήθος, εκ του συστάδην: «η μάχη ήταν πολύ
σκληρή και δόθηκε σώμα με σώμα»·
- σώμα
(σαν) λάστιχο, βλ. συνηθέστ. κορμί (σαν) λάστιχο, λ. κορμί·
- το
σώμα του εγκλήματος, τα πειστήρια του εγκλήματος: «αν δε βρεθεί το σώμα του
εγκλήματος, δεν μπορεί να του απαγγελθεί καμιά κατηγορία»·
- φιδίσιο
σώμα, βλ. συνηθέστ. φιδίσιο κορμί, λ. κορμί. (Λαϊκό τραγούδι: σαν
λουλούδι πλάνο, μαγικό, μυρωμένο και μεθυστικό, είναι το γλυκό της στόμα, το φιδίσιο
της το σώμα).