σώβρακο,
το, ουσ. [από το
σπάνιο ἐσώβρακον], το σώβρακο·
- άλλαξε
σώβρακο ή άλλαξε σώβρακα, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις
τους είδε όλους μαζί να ’ρχονται καταπάνω του, άλλαξε σώβρακα ο δικός σου». Από
την εικόνα του ατόμου που τα κάνει απάνω του από το φόβο του και αλλάζει το
σκατωμένο του σώβρακο·
- κατεβάζω
το σώβρακο ή κατεβάζω το σώβρακό μου ή κατεβάζω τα σώβρακα ή κατεβάζω
τα σώβρακά μου, βλ. φρ. κατεβάζω τα βρακιά μου, λ. βρακί·
- μπερδεύει
τη γραβάτα με το σώβρακο ή μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα ή μπλέκει
τη γραβάτα με το σώβρακο ή μπλέκει τη γραβάτα με τα σώβρακα, βλ. λ. γραβάτα·
- στο
σώβρακο τα παιδιά μου, (στη νεοαργκό) έκφραση που υπονοεί την εκσπερμάτωση
του εφαψία, του κολλητηρτζή: «κάθε μεσημέρι που κλείνουν τα μαγαζιά, παίρνει το
λεωφορείο δήθεν να πάει στο σπίτι του και μέσα στο συνωστισμό στο σώβρακο τα
παιδιά μου»·
- τα
’κανε στο σώβρακο ή τα ’κανε στο σώβρακό του ή τα ’κανε στα
σώβρακα ή τα ’κανε στα σώβρακά του, βλ. φρ. τα ’κανε στο βρακί
του, λ. βρακί·
- τον
άφησαν με το σώβρακο ή τον άφησα με τα σώβρακα, του κέρδισαν όλα τα
χρήματα σε τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έμπλεξε με κάτι
χαρτόμουτρα, που τον άφησα με τα σώβρακα». Από την εικόνα του ατόμου που έχει
χάσει ακόμα και τα ρούχα του·
- τον
βρήκα με το σώβρακο ή τον βρήκα με τα σώβρακα, τον βρήκα μισόγυμνο:
«πέρασα απ’ το σπίτι να τον δω και τον βρήκα με τα σώβρακα»·
- του
πήραν και το σώβρακο ή του πήραν και τα σώβρακα, του έκλεψαν όλα τα
χρήματα και καθετί άλλο πολύτιμο που είχε απάνω του: «έμπλεξε με κάτι αλήτες,
που τον ξεμονάχιασαν και του πήραν και τα σώβρακα»· βλ. και φρ. τον άφησαν
με τα σώβρακα·
- τους
πήραμε και τα σώβρακα, βλ. συνηθέστ. τους πήραμε και τα σωβρακάκια. λ.
σωβρακάκι·
- χέστηκε
στο σώβρακο ή χέστηκε στο σώβρακό του ή χέστηκε στα σώβρακα ή
χέστηκε στα σώβρακά του, βλ. φρ. τα ’κανε στο σώβρακο.