σχόλιο,
το, ουσ.
[<μτγν. σχόλιον], το σχόλιο. 1. στον πλ. τα σχόλια, κακοπροαίρετη
ή δυσμενής κριτική που ασκείται σε βάρος κάποιου ή για κάποιο γεγονός: «μην
πίνεις τόσο πολύ, ρε παιδάκι μου, γιατί σε βλέπει ο κόσμος μεθυσμένο κι αρχίζει
τα σχόλια || εγώ θα σας πω την άποψή μου για το συμβάν, αλλά δε θέλω σχόλια».
(Λαϊκό τραγούδι: κι αν θα γίνουν σχόλια και σου πουν τι έτρεξε, ρίξ’
τα όλα επάνω μου, πες εγώ πως φταίω, μια γυναίκα όμορφη δεν μπορεί να έφταιξε,
άσχετα αν μ’ έκανες σήμερα να κλαίω)·
- δίνω
αφορμή για σχόλια, βλ. λ. αφορμή·
- δίνω
δικαίωμα για σχόλια ή δίνω δικαιώματα για σχόλια, βλ. λ. δικαίωμα·
- δίνω
λαβή για σχόλια, βλ. λ. λαβή·
- δίνω
τροφή για σχόλια, βλ. λ. τροφή·
- κάθε
σχόλιο περιττεύει, λέγεται στην περίπτωση που κάτι δε χρειάζεται επεξήγηση,
γιατί είναι ολοφάνερο, αυταπόδεικτο: «όποιος μπλέκει με τα ναρκωτικά, δεν έχει
γλιτωμό. Κάθε σχόλιο περιττεύει»·
- ουδέν
σχόλιο(ν), έκφραση με την οποία αρνείται ή αποφεύγει κάποιος να σχολιάσει
κάτι: «στην ερώτηση του δημοσιογράφου ποια είναι η γνώμη σας για το νέο
φορολογικό νόμο, ο υπουργός απάντησε: ουδέν σχόλιον»·
- τα
σχόλια δίνουν και παίρνουν, παρατηρείται από πλήθος ανθρώπων έντονη
κριτική: «μετά την εξαγγελία του νέου φορολογικού νόμου τα σχόλια δίνουν και
παίρνουν».