σχολή,
η, ουσ.
[<αρχ. σχολή], η σχολή·
- είναι
της παλιάς σχολής, έχει απόψεις ή συνήθειες που δε συμβαδίζουν με τη
σύγχρονη εποχή, είναι της παλιάς εποχής: «δεν μπορεί να με καταλάβει ο πατέρας
μου, γιατί είναι της παλιάς σχολής»·
-
είναι της περιπατητικής σχολής, βλ. λ. περιπατητικός·
-
είναι της σχολής…, έχει
το συνήθειο, συνηθίζει: «αυτός είναι της σχολής να δανείζεται και να μην
επιστρέφει τα δανεικά || είναι της σχολής να τη βγάζει πάντα τζάμπα || είναι
της σχολής όταν βγαίνουμε παρέα να πληρώνει ο καθένας τα έξοδά του»·
- η
μεγάλη των… σχολή, αναφορά
σε άτομα τα οποία έχουν αναπτυγμένη κάποια ιδιότητα, καλή ή κακή: «το 2004 στην
Ελλάδα δημιουργήθηκε η μεγάλη των ποδοσφαιριστών σχολή, ενώ το 2005 είχαμε τη
μεγάλη των μπασκετμπολιστών σχολή || η τάδε παρέα είναι η μεγάλη των απατεώνων
σχολή». Η φρ. σε χρήση από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, μετά την προβολή και
στην Ελλάδα της αμερικάνικης κινηματογραφικής ταινίας Η μεγάλη των μπάτσων
σχολή.