σχολείο
κ. σχολειό κ.
σκολειό, το, ουσ. [<αρχ. σχολεῖον], το σχολείο. (Λαϊκό τραγούδι: μ’
έστελνε η μανούλα μου σχολειό για να πηγαίνω και γω τραβούσα στο βουνό
με μάγκες να φουμέρνω // αντί σκολειό πάγαινα μες στου
Καραϊσκάκη, έπινα διάφορα πιοτά, να μάθω μπουζουκάκι)·(στη γλώσσα
της αργκό) η φυλακή: «τώρα είναι τύπος και υπογραμμός, αλλά κάποτε πέρασε κι
αυτός απ’ το σχολείο»·
- βγάζω
το σχολείο, περατώνω τη στοιχειώδη εκπαίδευσή μου, αποφοιτώ από το σχολείο:
«επειδή δεν τα ’παιρνε τα γράμματα, μόλις έβγαλε το σχολείο, πήγε μαθητευόμενος
σ’ ένα μηχανουργείο»·
- πηγαίνω
σχολείο ή πηγαίνω στο σχολείο, είμαι μαθητής της στοιχειώδης
εκπαίδευσης: «όλα τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν σχολείο για να μάθουν
γράμματα». (Τραγούδι: όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο,καθόσουνα
στο διπλανό θρανίο)·
- το
σχολείο της ζωής, οι γνώσεις και οι εμπειρίες που αποκτάει κανείς κατά τη
διάρκεια της ζωής του: «το σχολείο της ζωής είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο».