σχέδιο,
το, ουσ. [<μτγν.
σχέδιον, ουδ. του αρχ. επιθ. σχέδιος], το σχέδιο. 1. πρόθεση, επιδίωξη,
σκοπός, στόχος: «είχα πολύ μεγάλα σχέδια για σένα στη ζωή μου». 2α. στον
πλ. τα σχέδια, τα κόλπα, τα νάζια: «εμένα δεν μπορείς να με τουμπάρεις
με τα σχέδια που κάνεις». β. ενέργειες ή πράξεις απατηλές, τεχνάσματα:
«άσε τα σχέδια κι έλα να μιλήσουμε με ειλικρίνεια». Υποκορ. σχεδιάκι, το·
- άλλο
σχέδιο αυτό! βλ. φρ. καινούριο σχέδιο αυτό(!)·
- βγάζω
το σχέδιο, σχεδιάζω ένα σχέδιο ή το αντιγράφω είτε βλέποντάς το είτε με
πατιτούρα: «δε θα ’ρθω μαζί σου, γιατί έχω να βγάλω το σχέδιο της οικοδομής»·
- κάνω
σχέδια, βλ. λ. σχεδιάζω·
- καινούριο
σχέδιο αυτό! λέγεται ειρωνικά ή επιθετικά σε άτομο που ενεργεί με τρόπο που
μας είναι άγνωστος και που ενδέχεται να αποβεί σε βάρος μας. Πολλές φορές, μετά
το σχέδιο ακολουθεί το πάλι. Συνών. καινούριο κόλπο αυτό(!)·
- κάνω
σχέδιο, προγυμνάζομαι, εξασκούμαι στην τεχνική με την οποία γίνεται ένα
σχέδιο: «επειδή θέλει να δώσει στην Αρχιτεκτονική, πηγαίνει στο τάδε φροντιστήριο
και κάνει σχέδιο»·
- όταν
οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- τον
παίρνει το σχέδιο, περιλαμβάνεται και αυτός στην ίδια κατηγορία, στην ίδια
προοπτική ή υπόθεση που υπάρχει περίπτωση να του είναι δυσάρεστη: «βγήκε
διαταγή να ανακληθούν οι άδειες και τον παίρνει το σχέδιο». Σχεδόν πάντα μετά
το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι αυτόν. Ίσως αναφορά στο σχέδιο πόλεως, που,
όταν παίρνει κάποιο κτίσμα κατά τη χάραξη των δρόμων, δημιουργεί πρόβλημα στον
ιδιοκτήτη του, γιατί αυτό πρέπει να γκρεμιστεί με κάποια, βέβαια, σχετική
αποζημίωση, που όμως, τις πιο πολλές φορές, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική
αξία·
- τον
πιάνει το σχέδιο, βλ. συνηθέστ. τον παίρνει το σχέδιο.