άρρωστος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄρρωστος], άρρωστος. 1. που είναι μανιώδης, που ασχολείται με
πάθος με κάτι: «είναι άρρωστος χαρτοπαίχτης || είναι άρρωστος με το
ποδόσφαιρο». 2. που, αν και έπαθε κάποιο κακό από κάτι, εξακολουθεί να
το επαναλαμβάνει, που είναι αδιόρθωτος: «οι γυναίκες του ’φαγαν όλα του τα
λεφτά, αλλά αυτός εκεί, είναι άρρωστος γυναικάς». 3. ως ουσ., (στη
γλώσσα των ναρκωτικών) που είναι εξαρτημένος από ηρωίνη ή κοκαΐνη: «σήμερα
κυκλοφορούν πολλοί άρρωστοι μέσα στην πιάτσα»·
- είναι
άρρωστος ο άνθρωπος! έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για την απαράδεκτη ή
ενοχλητική συμπεριφορά κάποιου: «ήρθε πρωί πρωί και μου ζητούσε να του δώσω
δέκα εκατομμύρια. -Είναι άρρωστος ο άνθρωπος! || με ξύπνησε άγρια μεσάνυχτα κι
ήθελε σώνει και καλά να πάμε στα μπουζούκια. -Είναι άρρωστος ο άνθρωπος!».
Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- έκλασε
ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- παρηγοριά
στον άρρωστο, ώσπου (μέχρι) να βγει η ψυχή του, βλ. λ. παρηγοριά·
- σ’
αυτό το μάθημα ήμουν άρρωστος, βλ. λ. μάθημα·
- σηκώθηκε
ο άρρωστος, έγινε καλά: «ήταν δυο βδομάδες στο κρεβάτι, αλλά προχθές
σηκώθηκε ο άρρωστος»·
- χίλιοι
νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός.