σφυγμός,
ο, ουσ.
[<αρχ. σφυγμός], ο σφυγμός· η ευαίσθητη χορδή του ανθρώπου, η ιδιαίτερη
αδυναμία του ανθρώπου: «ο κάθε άνθρωπος έχει το σφυγμό του, αρκεί να μπορέσεις
να τον ανακαλύψεις»·
-
ανεβάζω χίλιους σφυγμούς, νιώθω
πολύ μεγάλη ανησυχία, πολύ μεγάλη αγωνία: «όταν παίρνει ο γιος μου τ’
αυτοκίνητο στη νυχτερινή του διασκέδαση, ανεβάζω χίλιους σφυγμούς, μέχρι να
γυρίσει στο σπίτι»·
-
ανεβαίνουν οι σφυγμοί μου, α.
νιώθω μεγάλη ανησυχία,
μεγάλη αγωνία: «ανεβαίνουν οι σφυγμοί μου, κάθε φορά που αργούν να επιστέψουν
τα παιδιά μου στο σπίτι». β. νιώθω μεγάλη σεξουαλική υπερδιέγερση:
«ανεβαίνουν οι σφυγμοί μου, κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναικάρα». (Λαϊκό
τραγούδι: όταν σε βλέπω, ανεβαίνουν οι σφυγμοί, με πιάνει τρέλα,
πανικός και ταραχή)·
- βρήκα
το σφυγμό, βλ. φρ. έπιασα το σφυγμό·
-
βρήκα το σφυγμό του, ανακάλυψα το αδύνατο σημείο του χαρακτήρα του, την
ευαίσθητη χορδή του, την ιδιαίτερη αδυναμία του και τον κάνω ό,τι θέλω, τον
εκμεταλλεύομαι: «απ’ τη στιγμή που βρήκα το σφυγμό του, τον κάνω ό,τι θέλω
αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. έπιασα το σφυγμό του·
-
έπιασα το σφυγμό, (ιδίως για σύνολο ανθρώπων, για την κοινωνία, για μια
εποχή) ανακάλυψα ύστερα από διερεύνηση τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ή
κινείται ένα κοινωνικό σύνολο και το εκμεταλλεύομαι: «έπιασα το σφυγμό της
εποχής και την περνώ κοτσάνι»·
- έπιασα
το σφυγμό του, ανακάλυψα τη νοοτροπία, τις ψυχικές ή πνευματικές
ιδιαιτερότητες κάποιου και τις ικανοποιώ με σκοπό να τον εκμεταλλευτώ: «έπιασα
το σφυγμό του και δεν του χαλώ χατίρι, μέχρι να τακτοποιήσει το γιο μου στο
δημόσιο»· βλ. και φρ. βρήκα το σφυγμό του.