σφραγίδα,
η, ουσ. [<αρχ.
σφραγίς + κατάλ. αιτιατ. -ίδα], η σφραγίδα· σημάδι ή επίδραση που χαρακτηρίζει
ιδιαίτερα, καθοριστικά κάποιον ή κάτι: «το λογοτεχνικό έργο του τάδε έχει τη
σφραγίδα του κοινωνικού του περίγυρου || η τάδε κυβέρνηση με τη διακυβέρνησή
της άφησε τη σφραγίδα της στη χώρα». (Λαϊκό τραγούδι: όπου ρίξω τη ματιά μου
βλέπω τη σφραγίδα σου κι αν ματώνει η καρδιά μου ζω με την ελπίδα σου)·
- βάζω
τη σφραγίδα μου, έχω καθοριστική επίδραση σε κάποιον ή σε κάτι: «απ’ τη
μέρα που τον γνώρισε, έβαλε τη σφραγίδα της στη ζωή του || όσο ήταν διευθυντής,
έβαλε τη σφραγίδα του σ’ αυτό το εργοστάσιο»· βλ. και φρ. βάζω τη στάμπα
μου, λ. στάμπα·
- έχει
τη σφραγίδα του χρόνου, (για πρόσωπα ή πράγματα) που έχουν επηρεαστεί
αρνητικά από το πέρασμα του χρόνου: «η γιαγιά μας δεν μπορεί να κρύψει ούτε
μήνα απ’ τα χρόνια της, γιατί έχει τη σφραγίδα του χρόνου || το κηροπήγιο κάνει
μπαμ πως είναι παλιό, γιατί έχει τη σφραγίδα του χρόνου». Πολλές φορές, μετά το
ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά ή το πάνω του ή το καθαρά πάνω
του·
- και
με σφραγίδα, έκφραση που δηλώνει πως το εμπόρευμα ή το αντικείμενο που
πουλιέται είναι γνήσιο, πως δεν είναι απομίμηση, πως δεν είναι μαϊμού: «αγόρασα
μια τηλεόραση φτηνή και με σφραγίδα»·
- του
βάζω τη σφραγίδα, του προσάπτω μια κακή ιδιότητα, τον δυσφημίζω, τον
συκοφαντώ ή τον εντάσσω κάπου που τον μειώνει: «του ’βαλαν τη σφραγίδα του
χαρτοκλέφτη και δεν τον παίζει κανένας || του ’βαλαν τη σφραγίδα του αναρχικού
κι έχει συνέχεια μπλεξίματα με την αστυνομία».