σφαχτάρι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. σφαχτό + κατάλ. -άρι], το σφαχτάρι, το σφαχτό· άνθρωπος που
προσφέρεται ως θύμα: «κουράστηκα μια ζωή να ’μαι εγώ το σφαχτάρι για τις
αμαρτίες των άλλων»·
- φωνάζει
σαν σφαχτάρι, (ειρωνικά), φωνάζει πολύ δυνατά, συνήθως χωρίς λόγο: «γιατί
φωνάζεις σαν σφαχτάρι και ξεσήκωσες όλη τη γειτονιά στο πόδι!».