σφαλιάρα,
η, ουσ.
[<ιταλ. sfagliare], δυνατό χτύπημα στο κεφάλι,
ιδίως στο σβέρκο ή στο μάγουλο με το εσωτερικό μέρος της παλάμης: «του ’δωσε
τόσο δυνατή σφαλιάρα, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα». 2. το ηθικό
πλήγμα, ο ηθικός εξευτελισμός: «η απόφαση του δικαστηρίου υπήρξε σφαλιάρα γι’
αυτόν». 3. η πολύ μεγάλη απογοήτευση που νιώθει κανείς: «ήταν σφαλιάρα
γι’ αυτόν η αδιαφορία του φίλου του». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άνθρωπος
της σφαλιάρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
για σφαλιάρες, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με τέτοιο
τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού σε κατηγορεί συνέχεια χωρίς λόγο, είναι
για σφαλιάρες». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
- έπεσε
η σφαλιάρα σύννεφο, δέχτηκε αλλεπάλληλες σφαλιάρες από όλους τους παρευρισκομένους,
ιδίως γιατί είπε κάποια ανοησία ή τερατολογία: «μόλις μας είπε πως έβγαλε
γκόμενα την κόρη του τάδε εφοπλιστή, έπεσε η σφαλιάρα σύννεφο»·
- έφαγε
σφαλιάρες ή έφαγε τις σφαλιάρες του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «πήγε
να κάνει τον νταή στον τάδε κι έφαγε τις σφαλιάρες του». Για συνών. βλ. φρ. έφαγε
χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- θέλει
σφαλιάρες ή θέλει τις σφαλιάρες του ή τις θέλει τις σφαλιάρες
του, βλ. φρ. είναι για σφαλιάρες·
- παίζουμε
σφαλιάρες, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα με το άτομο για
το οποίο γίνεται λόγος: «με τον τάδε παίζουμε σφαλιάρες από μικρά παιδιά»·
- τον
πέθανα στις σφαλιάρες, βλ. φρ. τον τρέλανα στις σφαλιάρες·
- τον
πλάκωσα στις σφαλιάρες, του έδωσα αλλεπάλληλα χαστούκια, τον ξυλοκόπησα: «επειδή
έλεγε συνέχεια ανοησίες, τον πλάκωσα στις σφαλιάρες, για να πάψει να μιλάει ||
όταν ο άλλος μου ’βρισε τη μάνα, σηκώθηκα και τον πλάκωσα στις σφαλιάρες». Για
συνών. βλ. φρ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον
τάραξα στις σφαλιάρες, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «όταν μ’
εκνεύρισε, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον τάραξα στις σφαλιάρες». Για συνών.
βλ. φρ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον
τρέλανα στις σφαλιάρες, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή έβαλε ο γιος μου χέρι
στο ταμείο, τον τρέλανα στις σφαλιάρες». Για συνών. βλ. φρ. τον τρέλανα στα
χαστούκια, λ. χαστούκι·
- του
άστραψα μια σφαλιάρα, τον ράπισα, τον χαστούκισα δυνατά: «μόλις του άστραψα
μια σφαλιάρα, τα ξέρασε όλα». Για συνών. βλ. φρ. του άστραψα ένα χαστούκι, λ.
χαστούκι·
- του
’δωσα μια σφαλιάρα, βλ. φρ. του ’ριξα μια σφαλιάρα·
- του
’δωσα σφαλιάρες ή του ’δωσα τις σφαλιάρες του, βλ. φρ. του ’ριξα
σφαλιάρες ή του ’ριξα τις σφαλιάρες του·
- του
κάθισα μια σφαλιάρα, βλ. φρ. του άστραψα μια σφαλιάρα·
- του
’κοψα μια σφαλιάρα, βλ. φρ. του ’ριξα μια σφαλιάρα·
- του
’ριξα μια σφαλιάρα, τον χαστούκισα: «όπως περνούσε από δίπλα μου, του ’ριξα
μια σφαλιάρα». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του
’ριξα σφαλιάρες ή του ’ριξα τις σφαλιάρες του, του έδωσα αλλεπάλληλα
χαστούκια, τον ξυλοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «επειδή πήγε να μου
κάνει το μάγκα, του ’ριξα τις σφαλιάρες του κι ησύχασε». Για συνών. βλ. φρ. του
’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- του
’σκασα μια σφαλιάρα, τον χαστούκισα δυνατά: «μόλις του ’σκασα μια σφαλιάρα,
έπαψε να κοροϊδεύει τον κόσμο». Για συνών. βλ. φρ. του ’σκασα ένα χαστούκι, λ.
χαστούκι·
- του
τράβηξα μια σφαλιάρα, βλ.
φρ. του ’ριξα μια σφαλιάρα·
-
τρώω σφαλιάρες ή
τρώω τις σφαλιάρες μου, α. δέχομαι σφαλιάρες, με δέρνει κάποιος
και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, τρώω
τις σφαλιάρες μου». β. αντιμετωπίζω καταστάσεις που με προσβάλλουν ή με
υποτιμούν ως άτομο: «από δω και πέρα θα πατήσω πόδι και θα πάψω να τρώω σφαλιάρες».
γ. βρίσκομαι μπροστά σε δυσκολίες που δεν περίμενα: «πώς να ορθοποδήσω,
αφού σ’ όλη μου τη ζωή τρώω σφαλιάρες!». Για συνών. βλ. φρ. τρώω χαστούκια ή
τρώω τα χαστούκια μου, λ. χαστούκι.