σφαίρα,
η, ουσ.
[<αρχ. σφαῖρα], η σφαίρα. 1. η οικουμένη, η γη. (Λαϊκό τραγούδι: σ’
αυτή τη σφαίρα κι εγώ μια μέρα με μια γυναίκα μπλέχτηκα, μια μαυρομάτα
μ’ έχει πληγώσει στον κόσμο αυτό που βρέθηκα). 2. οτιδήποτε κινείται
με καταπληκτική ταχύτητα: «πέρασε σφαίρα από μπροστά μου». Από το ότι η σφαίρα,
όταν εκτοξευθεί, κινείται αστραπιαία. 3. (σε πιο λόγια έκφραση) η μπάλα
του ποδοσφαίρου: «έπειτα από το σουτ του τάδε, η σφαίρα κατέληξε στα δίχτυα της
αντίπαλης ομάδας». 4. στον πλ. οι σφαίρες, τα χρήματα: «πού να
πας χωρίς σφαίρες στην αγορά μ’ αυτή την ακρίβεια που υπάρχει!». Από το ότι ο
άνθρωπος που δεν έχει χρήματα, μένει ανενεργός, όπως και το όπλο είναι άχρηστο
χωρίς σφαίρες·
- δεν
πάω ούτε με σφαίρες, (στη νεοαργκό) σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο:
«όσο και να με παρακαλάς, δεν πάω ούτε με σφαίρες σ’ αυτό το μαγαζί». Συνών. δεν
πάω ούτε με ενέσεις·
- δεν
τον πάω ούτε με σφαίρες, (στη νεοαργκό) μου είναι πάρα πολύ αντιπαθητικός:
«άμα θα ’ρθει ο τάδε, εγώ δεν έρχομαι, γιατί δεν τον πάω ούτε με σφαίρες».
Συνών. δεν τον πάω ούτε με ενέσεις·
- δεν
υπάρχουν σφαίρες, υπάρχει έλλειψη χρημάτων, τελείωσαν τα χρήματα: «εγώ,
παιδιά, δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν υπάρχουν σφαίρες»·
- έγινε
σφαίρα, βλ. συνηθέστ. έφυγε σαν σφαίρα·
- έφυγε
σαν σφαίρα ή έφυγε σφαίρα, κινήθηκε με καταπληκτική ταχύτητα: «μόλις
άκουσε πως στο παρακάτω στενό δέρνουν το φίλο του, έφυγε σφαίρα να πάει να τον
βοηθήσει»·
- ούτε
με σφαίρες, (στη νεοαργκό) σε καμιά περίπτωση, με κανέναν τρόπο: «θα πάμε
να δούμε τον τάδε; -Ούτε με σφαίρες». Από την εικόνα του ατόμου που το
εκβιάζουν να κάνει κάτι υπό την απειλή όπλου. Συνών. ούτε με ενέσεις·
- σφαίρα
είναι και γυρίζει ή σφαίρα είναι ο κόσμος και γυρίζει, τίποτα σε
αυτή τη ζωή, τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι μόνιμο: «μην καυχιέσαι για τα
πλούτη σου, γιατί σφαίρα είναι και γυρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: πού καταντάει
ο άνθρωπος κανείς δεν το γνωρίζει, σφαίρα είναι και γυρίζει)·
- τον
πήρε η σφαίρα, τον πέτυχε: «όπως έτρεχε να σωθεί, τον πήρε η σφαίρα και τον
άφησε στον τόπο».