συχωροχάρτι
κ. συγχωροχάρτι,
το, ουσ. [<συχωρώ + χαρτί], χαριστική παροχή συγνώμης σε άτομο που μας
έχει κάνει κάποιο κακό. (Λαϊκό τραγούδι: μια ζωή συγχωροχάρτι από
αδυναμία και συ τη δική σου πάρτη και δε δίνεις μία)·
- δίνω
συχωροχάρτι, συγχωρώ κάποιον που μου έχει κάνει κακό: «είναι η τελευταία
φορά που σου δίνω συχωροχάρτι». Αναφορά στο επίσημο έγγραφο που χορηγούσε επί
πληρωμή ο Πάπας και με το οποίο έδινε άφεση αμαρτιών·
- παίρνω
συχωροχάρτι, συγχωρούμαι από κάποιον για το κακό που του έχω κάνει: «τώρα
που πήρε συχωροχάρτι για τον καιρό που άφησε να πάει χαμένος, αποφάσισε να
στρωθεί στη δουλειά».