σύφιλη,
η, ουσ. [<γαλλ. syphilis <ελλ. Σύφιλος], η σύφιλη·
- έχει
σύφιλη στον εγκέφαλο, βλ. φρ. έχει σύφιλη στο μυαλό·
- έχει σύφιλη στο μυαλό,
είναι πολύ ιδιότροπος, πολύ εκνευριστικός: «είπαμε να έχει κάποιος τις
ιδιοτροπίες του, αλλά αυτός έχει σύφιλη στο μυαλό»·
- παθαίνω
σύφιλη, θυμώνω, εκνευρίζομαι πολύ, νιώθω πολύ άσχημα ψυχικά: «κάθε φορά που
ακούω να λέγονται τέτοιες βλακείες, παθαίνω σύφιλη».