συρτάρι,
το, ουσ.
[<μσν. συρτάριον, υποκορ. του αρχ. επιθ. συρτός + κατάλ. -άριον], το συρτάρι·
το ταμείο μαγαζιού, καταστήματος: «για δες πόσα λεφτά υπάρχουν στο συρτάρι;».
Υποκορ. συρταράκι, το·
- βάζω
στο συρτάρι, αποσύρω, κρατώ αναξιοποίητη, ανενεργή μελέτη ή έγγραφη πρόταση:
«ο προκάτοχός του είχε κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για την πάταξη των
ναρκωτικών, όμως αυτός την έβαλε στο συρτάρι»·
- βγάζω
απ’ το συρτάρι, επαναφέρω, χρησιμοποιώ μελέτη ή έγγραφη πρόταση που ήταν
καιρό αναξιοποίητη: «στην κατάλληλη στιγμή έβγαλε απ’ το συρτάρι και παρουσίασε
τη μελέτη του για την πάταξη των ναρκωτικών»·
- έχω
στο συρτάρι, κρατώ ανενεργή κάποια επίσημη μελέτη, έγγραφη πρόταση ή κάποιο
νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα: «μπορεί, κύριοι της κυβέρνησης, να ψηφίσατε το
νόμο για την ενίσχυση των κατώτατων μισθών και συντάξεων, αλλά επί δυο χρόνια
τον έχετε στο συρτάρι»·
- κρατώ
στο συρτάρι, βλ. φρ. έχω στο συρτάρι·
- μένει
στο συρτάρι, λέγεται για μελέτη, για έγγραφη πρόταση που μένει καιρό αναξιοποίητη:
«έχει κάνει μια σπουδαία μελέτη για την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά μένει στο
συρτάρι, γιατί κανένας αρμόδιος δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτή»·
- μπήκε
στο συρτάρι, αποσύρθηκε, κρατήθηκε αναξιοποίητη, ανενεργή μελέτη ή έγγραφη
πρόταση: «ο βουλευτής παρουσίασε εμπεριστατωμένη μελέτη για την πάταξη της
φοροδιαφυγής αλλά μπήκε στο συρτάρι από τον αρμόδιο υπουργό»·
- πετώ
στο συρτάρι, βλ. φρ. βάζω στο συρτάρι.