συνωμοσία,
η, ουσ.
[<αρχ. συνωμοσία], η συνωμοσία·
- συνωμοσία
σιωπής, συνεννοημένη αποφυγή κριτικής, συνεννοημένη αγνόηση πρόσφατου ύποπτου
γεγονότος για να μην έρθει στη δημοσιότητα: «η συνωμοσία σιωπής του Τύπου στις
πρόσφατες αναταραχές στο χώρο της Παιδείας είναι απορίας άξιον!».