συντέλεια,
η, ουσ.
[<αρχ. συντέλεια], η συντέλεια· μεγάλη καταστροφή, ιδίως από καιρικές
συνθήκες, κοσμοχαλασιά: «οι βροχές προξένησαν τέτοιες καταστροφές, λες κι ήταν
η συντέλεια»·
- δεν
έγινε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έγινε κι η συντέλεια του κόσμου, βλ.
φρ. δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου·
- δεν
ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν ήρθε κι η συντέλεια του κόσμου,
λέγεται σε άτομο που δίνει μεγάλη έκταση σε ένα δυσάρεστο γεγονός, χωρίς να
υπάρχει λόγος: «έχασες χίλια πεντακόσια ευρώ, δεν ήρθε δα η συντέλεια του
κόσμου»·
- δεν
έφτασε δα η συντέλεια του κόσμου ή δεν έφτασε κι η συντέλεια του κόσμου,
βλ. φρ. δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου·
-
έγινε η συντέλεια του κόσμου, προκλήθηκε
πολύ μεγάλη καταστροφή: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που λες κι έγινε η
συντέλεια του κόσμου»·
- η
συντέλεια του κόσμου, το τέλος του κόσμου: «σύμφωνα με πολλούς ψευδοπροφήτες,
η συντέλεια του κόσμου θα ερχόταν το έτος 2.000»·
- φέρνει
τη συντέλεια ή φέρνει τη συντέλεια του κόσμου, την παραμικρή ατυχία
ή δυσκολία τη φαντάζεται σαν μεγάλη και ανεπανόρθωτη καταστροφή: «είναι τόσο
απαισιόδοξος άνθρωπος, που με την παραμικρή δυσκολία φέρνει τη συντέλεια του
κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ τα έβλεπα όλα τέλεια κι εσύ έφερνες τη
συντέλεια).