σύννεφο,
το, ουσ.
[<μτγν. σύννεφον, ουδ. του μτγν. επιθ. σύννεφος], το σύννεφο· στον πλ. τα
σύννεφα,οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ή στενοχώρια, ιδίως
οτιδήποτε προμηνύει κίνδυνο ή καταστροφή: «ύστερα από δέκα ευτυχισμένα χρόνια
εμφανίστηκαν στη σχέση τους τα πρώτα σύννεφα || στον ορίζοντα εμφανίστηκαν τα
σύννεφα του πολέμου». (Λαϊκό τραγούδι: διώξε τα σύννεφα απ’ την
καρδιά σου και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς. Τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά
σου; Θα ’ρθει μια μέρα, μην το ξεχνάς!)·
- βρίσκεται
στα σύννεφα, βλ. φρ. ζει στα σύννεφα·
- έπεσε
ή σφαλιάρα σύννεφο, βλ. λ. σφαλιάρα·
- ζει
στα σύννεφα, α. ονειρεύεται, είναι εκτός πραγματικότητας: «αν
νομίζει πως μπορεί με πενταροδεκάρες να στήσει σήμερα δουλειά, να του πεις του
φίλου σου πως ζει στα σύννεφα». β. είναι πολύ ευτυχισμένος, πολύ
χαρούμενος: «απ’ τη μέρα που τα ’φτιαξε με την τάδε, ζει στα σύννεφα»·
- πάει
σύννεφο, γίνεται κάτι συνέχεια ή σε μεγάλο βαθμό: «η βλακεία πάει σύννεφο
σ’ αυτήν την παρέα || το δούλεμα πάει σύννεφο || το ψέμα πάει σύννεφο»·
- πετώ
στα σύννεφα, α. είμαι ανεδαφικός, είμαι εκτός πραγματικότητας:
«πετάς στα σύννεφα, αν νομίζεις πως με τόσα λίγα λεφτά θα μπορέσεις να στήσεις
μια τόσο μεγάλη δουλειά». β. είμαι πολύ ευτυχισμένος, πολύ χαρούμενος. (Λαϊκό
τραγούδι: είμαι ανεβασμένος, στα σύννεφα πετάω, όταν αγκαλιά
μου, μωρό μου, σε κρατάω)·
- πέφτει
σύννεφο, βλ. συνηθέστ. πάει σύννεφο·
- πέφτω
απ’ τα σύννεφα, νιώθω μεγάλη απογοήτευση, ιδίως από την κακή διαγωγή
κάποιου, πράγμα που δεν το περίμενα, ή από κάτι, που το φανταζόμουν πολύ
καλύτερο: «μόλις έμαθα πως εσύ ήσουν αυτός που με κατηγόρησε, έπεσα απ’ τα
σύννεφα, γιατί εγώ πάντα σε υποστήριζα || μόλις οδήγησα αυτό τ’ αυτοκίνητο,
έπεσα απ’ τα σύννεφα, γιατί, ενώ είναι τόσο ωραίο εξωτερικά, όταν το οδηγείς
είναι μάπα».