συνήθεια,
η, ουσ.
[<αρχ. συνήθεια], η συνήθεια·
-
τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, οι
συνήθειες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας: «στην επαρχία οι άνθρωποι είναι
πιστοί στις παραδόσεις, γιατί τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο».
συνήθεια,
η, ουσ.
[<αρχ. συνήθεια], η συνήθεια·
-
τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, οι
συνήθειες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας: «στην επαρχία οι άνθρωποι είναι
πιστοί στις παραδόσεις, γιατί τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο».