συνέχεια,
η, ουσ.
[<αρχ. συνέχεια], η συνέχεια· ως επίρρ. συνεχώς, εξακολουθητικά: «συνέχεια
μου δημιουργείς προβλήματα || μιλούσε συνέχεια και δεν άφηνε άλλον να μιλήσει ||
έρχεται συνέχεια και μου ζητάει δανεικά»·
- βάζω
συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βλέπει
συνέχεια την πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- δίνω
συνέχεια (σε κάτι), εξακολουθώ, συνεχίζω, δεν αφήνω να διακοπεί κάτι: «δε
θέλω να δώσεις συνέχεια σ’ αυτή την παρεξήγηση»·
- έχει
το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- η
συνέχεια επί της οθόνης…, βλ. λ. οθόνη·
- κι
έπεται συνέχεια, λέγεται για κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο που εξελίσσεται ή μπορεί
να εξελιχθεί: «η χώρα μας πήρε το πρώτο πακέτο Ντελόρ κι έπεται συνέχεια ||
πάρε τώρα αυτά τα λεφτά να κάνεις τη δουλειά σου κι έπεται συνέχεια || απέλυσε
δέκα υπαλλήλους κι έπεται συνέχεια || ανακοινώθηκαν οι πρώτοι νέοι φόροι κι
έπεται συνέχεια»·
- στη
συνέχεια, στην επόμενη χρονική στιγμή ή φάση, ακολούθως, μετά, ύστερα: «τ’
αυτοκίνητο έκανε ένα ζιγκ ζαγκ πάνω στον παγωμένο δρόμο και στη συνέχεια έπεσε
στο χαντάκι»·
- συνέχεια
και συνέχεια, εξακολουθητικά, ασταμάτητα: «συνέχεια και συνέχεια σε συμβουλεύω,
εσύ όμως δε λες να βάλεις μυαλό»·
- τον
βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον
έχω συνέχεια στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι.