συνείδηση,
η, ουσ.
[<αρχ. συνείδησις], συνείδηση·
- άνθρωπος
χωρίς συνείδηση, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν
έχει συνείδηση των πράξεών του, δεν καταλαβαίνει, δε συναισθάνεται τι
κάνει: «είναι κάπως επιπόλαιος και δεν έχει συνείδηση των πράξεών του»·
- έχω
βάρος στην συνείδησή μου, βλ. φρ. το ’χω βάρος στην συνείδησή μου·
- έχω
ήσυχη τη συνείδησή μου ή έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, βλ. φρ. έχω
καθαρή τη συνείδησή μου·
- έχω
καθαρή τη συνείδησή μου ή έχω τη συνείδησή μου καθαρή, είμαι βέβαιος
πως έπραξα το σωστό, πως δεν παρέλειψα να κάνω το καθήκον μου: «στη ζωή μου έχω
συμπεριφερθεί σε όλους άψογα γι’ αυτό έχω καθαρή τη συνείδησή μου»·
- κατά
συνείδηση, σύμφωνα με το ηθικά θεωρούμενο καλό: «ο αρχηγός του κόμματος
πληροφόρησε τους βουλευτές του πως μπορούν ψηφίσουν κατά συνείδηση την πρόταση
της κυβέρνησης»·
- με
καθαρή συνείδηση ή με συνείδηση καθαρή ή με καθαρή τη συνείδηση ή
με τη συνείδηση καθαρή, με τη βεβαιότητα πως έπραξα το σωστό, πως δεν
παράλειψα να κάνω το καθήκον μου: «παραδίδω την επιχείρηση στο διάδοχό μου με
συνείδηση καθαρή»·
- το ’χω
βάρος στη συνείδησή μου, βλ. λ. βάρος.