συνάχι,
το, ουσ.
[<μσν. συνάχι <αρχ. συνάγχη], το συνάχι. 1. (ειρωνικά) η βλεννόρροια:
«να ’σαι ευχαριστημένος που κόλλησε μόνο συνάχι απ’ αυτή τη βρομιάρα». Από το
ότι όταν κάποιος κολλήσει βλεννόρροια το πέος του εκρέει ένα υγρό το οποίο
παρομοιάζεται με την καταρροή. 2. αρρώστια που δεν προξενεί κανένα φόβο,
γιατί είναι πολύ εύκολο να θεραπευτεί, γιατί θεραπεύεται με την ίδια ευκολία
που θεραπεύεται και το συνάχι: «μη φοβάσαι καθόλου την εγχείρηση, γιατί ο
σκωληκοειδίτης σήμερα είναι σαν το συνάχι»·
- σαν
πεθάνω από συνάχι, φάσκελα να ’χ’ η πανούκλα, σημασία έχει το μέγεθος της
συμφοράς που παθαίνει κάποιος και όχι το μέγεθος της αιτίας που την προκαλεί:
«πρέπει να βρεις το λόγο για τον οποίο χρεοκόπησες. -Σαν πεθάνω από συνάχι,
φάσκελα να ’χ’ η πανούκλα».