συναπάντημα,
το, ουσ. [<μσν.
συναπάντημα], τυχαία συνάντηση, ιδίως στο δρόμο: «καθώς ερχόμουν, είχα ένα
ευχάριστο συναπάντημα με τον τάδε, που είχα καιρό να τον δω»·
- η
κούκλα, η μούχλα η πανούκλα και το κακό συναπάντημα, βλ. λ. κούκλα·
- η
σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα, βλ. λ. σάρα·
- κακό
συναπάντημα, α. τυχαία ανεπιθύμητη συνάντηση, ιδίως στο δρόμο:
«καθώς ερχόμουν, είχα ένα κακό συναπάντημα με κάποιον, που του χρωστάω κάτι
λεφτά κι έχασα το κέφι μου». β. (για πρόσωπα) ομάδα από παράνομα ή
κακοποιά στοιχεία: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύεται όλο το κακό συναπάντημα της
περιοχής μας».