συμφωνία,
η, ουσ.
[<αρχ. συμφωνία], η συμφωνία·
- ήρθαμε
σε συμφωνία, βλ. φρ. κάναμε συμφωνία·
-
κάναμε συμφωνία, συμφωνήσαμε:
«κάναμε συμφωνία να μην μπερδεύεται ο ένας στις δουλειές του άλλου»·
- κλείνω
συμφωνία, συμφωνώ επίσημα με κάποιον για κάτι: «έκλεισαν συμφωνία να
συνεταιριστούν»·
- με
τη συμφωνία να… ή
με τη συμφωνία ότι…, με τον όρο, με την προϋπόθεση να…, με τον όρο, με
την προϋπόθεση ότι…: «θα ζητήσω να κάνουμε διαπραγματεύσεις με τη συμφωνία να
’ρθεις κι εσύ μαζί μου || θ’ αναλάβω τη δουλειά με τη συμφωνία ότι θα πληρωθώ
προκαταβολικά τα μισά και τ’ άλλα μισά με την παράδοση της δουλειάς»·
- οι
καλύτερες συμφωνίες κλείνονται στο τραπέζι, όταν δυο άτομα ή δυο ομάδες
ατόμων κλείνουν μια συμφωνία κατά τη διάρκεια φαγητού ή ποτού, τότε επικρατεί η
αντίληψη πως λόγω της φιλικής ατμόσφαιρας η συμφωνία αυτή πραγματοποιείται
επωφελώς και για τους δυο συμβαλλομένους·
- σπάω
τη συμφωνία, λύνω τη σύμβαση που είχα συνομολογήσει με κάποιον ή κάποιους,
παραβιάζω την αμοιβαία υπόσχεση που είχαμε δώσει για κάτι ή για την ανάληψη
κάποιας υποχρέωσης: «είχαμε συμφωνήσει να κάνουμε τη δουλειά μαζί, αλλά αυτός
έσπασε τη συμφωνία και την έκανε μόνος του»·
- συμφωνία
κυρίων, συνομολόγηση σύμβασης, αμοιβαία υπόσχεση για κάτι ή για την ανάληψη
κάποιας υποχρέωσης χωρίς νομική δέσμευση, αλλά μόνο δια λόγου ή δια χειραψίας:
«έκαναν συμφωνία κυρίων να μην μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου».