συμφέρον,
το, ουσ.
[<αρχ. συμφέρον], κέρδος, όφελος: «χωρίς συμφέρον δεν κάνει τίποτα αυτός ο
άνθρωπος»·
- από
συμφέρον, για προσωπικό όφελος: «δεν την αγαπάει, αλλά επειδή είναι πλούσια
την παντρεύτηκε από συμφέρον»·
- είναι
άνθρωπος του συμφέροντος, βλ. λ. άνθρωπος·
- έχω
συμφέρον, έχω κέρδος, όφελος από κάτι ή πρόκειται να κερδίσω, να ωφεληθώ
από κάτι: «θα πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως έχω
συμφέρον || ποιος έχει συμφέρον να σε κατηγορεί;»·
- κοιτάζω
το συμφέρον μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «όποιος
δεν κοιτάζει το συμφέρον του, δεν προκόβει στη ζωή του». Συνών. κοιτάζω την
κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω τον κώλο μου·
- τα
καλά και συμφέροντα, λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιος αποβλέπει πάντα
στο προσωπικό του κέρδος ή όφελος: «αυτός ο άνθρωπος κοιτά πάντα τα καλά και
συμφέροντα». Από την εκκλησιαστική φρ. τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν,
που, όπως είναι φανερό, παρερμηνεύεται.