συμβουλή,
η, ουσ.
[<αρχ. συμβουλή], η συμβουλή·
- δεν
παίρνει από συμβουλές,
δεν επηρεάζεται από συμβουλές: «όλη μέρα να κάθεσαι να τον συμβουλεύεις, αυτός
δεν παίρνει από συμβουλές και κάνει πάντα το δικό του».
συμβουλή,
η, ουσ.
[<αρχ. συμβουλή], η συμβουλή·
- δεν
παίρνει από συμβουλές,
δεν επηρεάζεται από συμβουλές: «όλη μέρα να κάθεσαι να τον συμβουλεύεις, αυτός
δεν παίρνει από συμβουλές και κάνει πάντα το δικό του».