συμβόλαιο,
το, ουσ.
[<αρχ. συμβόλαιον, ουδ. του επιθ. συμβόλαιος], το συμβόλαιο·
- δεν
κάνω συμβόλαιο (για κάτι), δε δεσμεύομαι για κάτι: «αν είναι ενδιαφέρουσα,
μπορεί να την αναλάβω τη δουλειά, αλλά δεν κάνω συμβόλαιο, έτσι;»·
- ο
λόγος του είναι συμβόλαιο, βλ. λ. λόγος·
- σπάω
το συμβόλαιο, λύνω μονομερώς τη σύμβαση που είχα συνομολογήσει με κάποιον ή
κάποιους: «επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του, έσπασα το συμβόλαιο
και ξεκίνησα μόνος μου καινούρια δουλειά»·
- συμβόλαιο
θανάτου, ανάθεση σε πληρωμένο κακοποιό να δολοφονήσει κάποιον: «βρήκε έναν
εγκληματία και μ’ ένα συμβόλαιο θανάτου μαζί του, ξεπάστρεψε τον εραστή της
γυναίκας του»·
- συμβόλαιο
κάναμε; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που, επειδή κάποτε το βοηθήσαμε ή το
εξυπηρετήσαμε, μας ζητάει συνέχεια βοήθεια ή εξυπηρετήσεις που όμως δεν έχουμε
σκοπό ή τη διάθεση να πραγματοποιήσουμε. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί·
-
συμβόλαιο με το λαό, προφορική
συμφωνία, που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ανάμεσα στους πολίτες
και την κυβέρνησή τους: «ο Αντρέας Παπανδρέου είχε κάνει συμβόλαιο με το λαό»·
- συμβόλαιο
τιμής, προφορική συμφωνία που στηρίζεται στην αμοιβαία αξιοπιστία αυτών που
τη σύναψαν: «έχουν δεσμευτεί με συμβόλαιο τιμής να μην μπαίνει ο ένας στα
χωράφια του άλλου».