συμβαίνει,
απρόσ. ρ.
[<αρχ. συμβαίνει, γ΄ εν. πρόσ. του ρ. συμβαίνω], λέγεται για κάτι που
συντελείται σε κάποια χρονική στιγμή απροσδόκητα, απρόβλεπτα ή συμπτωματικά και
που πολλές φορές μπορεί να είναι και δυσάρεστο: «συμβαίνουν φοβερά πράγματα
στον πολιτικό χώρο || συμβαίνει να γνωρίζω τον άνθρωπο που μου λες || συμβαίνει
τίποτα και μαζεύτηκε τόσος κόσμος; || συνέβη εκεί που δεν το περιμέναμε || πώς
συνέβη αυτό το πράγμα σε σας;»·
- σαν
να μη συμβαίνει τίποτα, λέγεται
στις περιπτώσεις εκείνες που ενεργεί κάποιος χωρίς να επηρεάζεται από κάτι
σοβαρό που υπάρχει ή που εξελίσσεται: «ενώ μια ζωή με κατηγορούσε, έρχεται σαν
να μη συμβαίνει τίποτα και μου ζητάει δανεικά! || εχτές έθαψαν οι διπλανοί του
το γιο τους κι αυτός σήμερα κάνει πάρτι σαν να μη συμβαίνει τίποτα»·
- συμβαίνει
και στις καλύτερες οικογένειες ή συμβαίνει και στας καλυτέρας των
οικογενειών, βλ. λ. οικογένεια·
- συμβαίνει
τίποτα; βλ. φρ. τρέχει τίποτα; λ. τρέχω·
- συμβαίνουν
αυτά ή συμβαίνουν κι αυτά, έκφραση με την οποία επιδιώκουμε να
απαλύνουμε τη στενοχώρια κάποιου για κάποια ατυχία ή αποτυχία του: «έχασα το
πορτοφόλι μου και όλα τα λεφτά μου. -Συμβαίνουν αυτά || απέτυχε ο γιος μου στις
εξετάσεις. -Συμβαίνουν κι αυτά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα
μωρέ ή το έλα ρε·
- τι
συμβαίνει; α. έκφραση απορίας για κάτι που γίνεται και δε γνωρίζουμε
τι ή έκφραση αγωνίας μήπως γίνεται ή έγινε κάτι κακό: «τι συμβαίνει κι έχουν
χαρές και τραγούδια στο διπλανό διαμέρισμα; || τι συμβαίνει και μαζεύτηκε τόσος
κόσμος στη διασταύρωση των δρόμων;». β. έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας
για κάτι που γίνεται ή έγινε χωρίς την έγκρισή μας: «τι συμβαίνει και θέλεις
πάλι να πάρεις άδεια; || τι συμβαίνει εδώ και σταματήσατε τη δουλειά;». γ.
έκφραση που δηλώνει απειλή: «τι συμβαίνει, ρε φίλε, και με κοιτάς μ’ αυτόν τον
τρόπο;»· βλ. και φρ. τι τρέχει, λ. τρέχω.