συκώτι
κ. σκώτι, το,
ουσ. [<μσν. συκώτιον υποκορ. του ἧπαρ συκωτόν (= ήπαρ ζώου θρεμμένου με
σύκα)], το ήπαρ: «το πολύ πιοτό μπορεί να βλάψει το συκώτι». (Λαϊκό τραγούδι: τρεις
μαχαιριές της δίνει στη δεξιά μεριά, της έφαγε τα σκώτια, τα πλεμόνια κι
όλα τα σωθικά)·
- βγάζω
τα συκώτια μου, κάνω ακατάσχετο εμετό: «ταξίδεψα με καράβι κι έβγαλα τα
συκώτια μου»·
- δε
χαλώ το συκώτι μου, δε στενοχωριέμαι: «κάνε ό,τι θέλεις κι ό,τι
καταλαβαίνεις, γιατί εγώ δε χαλώ το συκώτι μου»·
- έφαγα
τα συκώτια μου, κατέβαλα κάθε δυνατή προσπάθεια για να πετύχω κάτι: «έφαγα
τα συκώτια μου για να τον φέρω πάλι στον ίσιο δρόμο»·
- θα
σου φάω τα συκώτια, θα σε εκδικηθώ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς
κακιά κουβέντα για μένα, θα σου φάω τα συκώτια»·
- μου
γύρισαν τα συκώτια, ένιωσα έντονη τάση για εμετό, ένιωσα έντονη αηδία ή
έκανα ακατάσχετο εμετό: «μόλις έφτασα στον τόπο του δυστυχήματος κι είδα τα
κορμιά σκορπισμένα πάνω στο δρόμο, μου γύρισαν τα συκώτια»·
- μου
μαύρισε τα συκώτια ή μου μαύρισε το συκώτι, βλ. συνηθέστ. μου
’πρηξε τα συκώτια·
- μου
’πρηξε τα συκώτια ή μου ’πρηξε το συκώτι ή μου ’χει πρήξει τα
συκώτια ή μου ’χει πρήξει το συκώτι, με στενοχώρησε, με βασάνισε, με
ταλαιπώρησε πολύ: «μου ’πρηξε τα συκώτια αυτό το παιδί, μέχρι να το μεγαλώσω»·
- μου
’φαγε τα συκώτια ή μου ’φαγε το συκώτι ή μου ’χει φάει τα συκώτια
ή μου ’χει φάει το συκώτι, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε πολύ: «μου
’φαγε τα συκώτια, μέχρι να γίνει άνθρωπος»·
- πρήστηκαν
τα συκώτια μου ή πρήστηκε το συκώτι μου, κουράστηκα πολύ, ιδίως από
πολύωρο περπάτημα ή έντονο τρέξιμο: «ήταν πολύ γρήγορος στο τρέξιμο και
πρήστηκαν τα συκώτια μου, μέχρι να τον φτάσω».