συζητώ
κ. συζητάω, ρ.
[<αρχ. συζητῶ], συζητώ·
- δεν
ξέρω, συζητείστε τα, έκφραση
αδιαφορίας σε άτομο που μας ζητάει να παρέμβουμε ως διαιτητής στη διένεξη που
έχει με κάποιον, συνεννοηθείτε χωρίς τη μεσολάβησή μου: «πες κι εσύ έναν καλό
λόγο για να σταματήσει αυτή η κόντρα που έχουμε; -Δεν ξέρω, συζητείστε τα».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ. Συνών. δεν ξέρω, βρείτε τα ή
δεν ξέρω, βρέστε τα / δεν ξέρω, κανονίστε τα / δεν ξέρω, συνεννοηθείτε·
- και
συζητάς! ή και το συζητάς! έκφραση πλήρους αποδοχής στην πρόταση
κάποιου, ιδίως για βοήθεια ή εξυπηρέτηση: «αν μου χρειαστούν τρεις χιλιάδες
ευρώ για τη δουλειά που κάνω, θα μου τα δώσεις; -Και το συζητάς! || θα ’ρθεις
να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω; -Και το συζητάς!»·
- μαζί
συζητάμε και χώρια καταλαβαίνουμε, βλ. φρ. μαζί μιλάμε και χώρια
καταλαβαίνουμε, λ. μιλώ·
- μη
συζητάς! ή μην τα συζητάς! ή μην το συζητάς! α. δηλώνει
σύμπτωση γνωμών, σύμπτωση απόψεων για καλό ή για κακό ή για θέμα που είναι
αναμφισβήτητο: «είναι μεγάλος επιστήμονας αυτός ο άνθρωπος. -Μην το συζητάς! ||
είναι μεγάλος παλιάνθρωπος αυτός ο τύπος. -Μη συζητάς!». β. δηλώνει
κατηγορηματική άρνηση ή κάτι που δεν επιδέχεται αντίρρηση: «θα μπορέσω την
ερχόμενη βδομάδα να λείψω για δυο μέρες απ’ το γραφείο; -Μην το συζητάς, γιατί
έχουμε πολλή δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: μια του κλέφτη δυο του κλέφτη θα σε
πιάσω, πού θα πας και τι έχω να σου κάνω μην το συζητάς). γ.
δίνεται και ως απάντηση αποκαρδιωμένου ατόμου για την κακή πορεία των εργασιών
ή γενικά των υποθέσεών του στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή
πώς περνάς ήπώς πάνε τα πράγματα·
- ούτε
να το συζητάς ή ούτε που να το συζητάς, βλ. λ. ούτε·
- συζητείστε
τα, α. συμβουλευτική ή προτρεπτική έκφραση σε δυο άτομα που έχουν
διαφορές μεταξύ τους να τις λύσουν με ήρεμο διάλογο, με πολιτισμένο τρόπο:
«είστε επιστήμονες άνθρωποι, γι’ αυτό αφήστε τα πείσματα και συζητείστε τα». β.
πολλές φορές, δηλώνει και αδιαφορία: «δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σας,
συζητείστε τα». Συνών. βρείτε τα ή βρέστε τα / κανονίστε τα /
συνεννοηθείτε·
- το
(τη, τα) συζητώ, εξετάζω, λογαριάζω, σκέφτομαι το θέμα, την υπόθεση για την
οποία γίνεται λόγος, γιατί έχω ορισμένους ενδοιασμούς, ορισμένες επιφυλάξεις:
«θα θίξεις στο διευθυντή σου το θέμα που κουβεντιάσαμε τις προάλλες σχετικά με
την πρόσληψη του φίλου μου στο εργοστάσιο; -Το συζητώ || θα συμφωνήσεις με
κείνη την υπόθεση που σου ανέφερα; -Τη συζητώ»·
- τον
συζητούν, τον σχολιάζουν έντονα, θετικά ή αρνητικά: «απ’ τη μέρα που πήρε
το πτυχίο του δικηγόρου, τον συζητούν μέσα στη γειτονιά || τον τελευταίο καιρό
τον συζητούν, γιατί γυρίζει κάθε βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: στα
μπουζούκια σαν πηγαίνεις και χασάπικο χορεύεις, ξετρελαίνεις την Αθήνα κι όλοι
οι άντρες σ’ αγαπούνε και παντού σε συζητούνε,Βαλεντίνα,
Βαλεντίνα).