συγνώμη,
η, ουσ.
[<αρχ. συγγνώμη], η συγνώμη·
- απ’
τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε
το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, βλ. λ. μέρα·
- σας
ζητώ χίλια συγνώμη ή
χίλια συγνώμη, έκφραση με την οποία εκδηλώνει κανείς την έντονη
μεταμέλειά του για κάτι που έκανε ή είπε, συνήθως παρά τη θέλησή του. Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ.