σύγκρυο,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. σύγκρυος], η ανατριχίλα, το ρίγος: «νιώθω ένα σύγκρυο και λέω να πάω
στο σπίτι μου να ξαπλώσω»·
- μ’
έπιασε σύγκρυο, α. κατατρόμαξα: «μ’ έπιασε σύγκρυο, μόλις είδα
κοτζάμ φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου». β. ένιωσα έντονη απέχθεια:
«ήταν τόσο ανόητο άτομο, που μόλις το ’δα μ’ έπιασε σύγκρυο».