συγκοπή,
η, ουσ.
[<μτγν. συγκοπή], η συγκοπή·
- έπαθε
συγκοπή (ενν. καρδιάς, καρδίας), κατατρόμαξε: «μόλις τον είδε να τραβάει
μαχαίρι και να ’ρχεται καταπάνω του, έπαθε συγκοπή»·
- έπαθε
συγκοπή καρδιάς ή έπαθε συγκοπή καρδίας, βλ. φρ. έπαθε συγκοπή·
- …
κι ας μου ’ρθει συγκοπή, έκφραση
με την οποία δηλώνουμε το πόσο πολύ επιθυμούμε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία
που μόλις αναφέραμε: «ας φιλήσω μια φορά αυτή τη γυναίκα κι ας μου ’ρθει
συγκοπή». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε πάρω να γυρίσω Φοίνικα, Παρακοπή, Γαλισά
και Τέλα Γκράτσια και ας μου ’ρθει συγκοπή). Συνών. … κι ας
πεθάνω.