συγκαλά,
τα, άκλ. ουσ. [<συν
+ καλά, πλ. ουδ. του επιθ. καλός], η καλή φυσιολογική κατάσταση, ιδίως η
διανοητική ισορροπία·
- βγήκε
απ’ τα συγκαλά μου, βλ. φρ. δεν είναι στα συγκαλά του·
- δεν
είναι στα συγκαλά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη,
παράλογα, και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μην τον ενοχλείτε τον
άνθρωπο, γιατί δεν είναι στα συγκαλά του και μπορεί να ξεσπάσει βίαια». Συνών. δεν
είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του /
δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα σωστά του·
- είμαι
στα συγκαλά μου, έχω διανοητική ισορροπία, σκέφτομαι σωστά, λογικά: «τώρα
που είμαι στα συγκαλά μου, μπορούμε να κουβεντιάσουμε»·
- έλα
στα συγκαλά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να
συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί: «έλα στα συγκαλά σου κι άσε τις
βλακείες, γιατί έγινες κοτζάμ παλικάρι!». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα
στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα
στη ρότα σου·
- έρχομαι
στα συγκαλά μου, ξαναβρίσκω την καλή φυσιολογική μου κατάσταση, ισορροπώ
διανοητικά, σκέφτομαι λογικά: «τώρα που ήρθα στα συγκαλά μου, μπορούμε να
κουβεντιάσουμε»·
- τον
βγάζω απ’ τα συγκαλά του, τον εκνευρίζω τόσο πολύ, που αρχίζει να
συμπεριφέρεται σαν παράφρονας: «πρόσεξε μην τον βγάλεις απ’ τα συγκαλά του,
γιατί τότε δε μας σώζει ούτ’ ο Θεός»·
- τον
φέρνω στα συγκαλά του, τον ηρεμώ, τον συνεφέρνω: «όταν αγριέψει, δεν μπορεί
κανείς να τον φέρει στα συγκαλά του || έμεινε για λίγο λιπόθυμος, αλλά ο
γιατρός τον έφερε πάλι στα συγκαλά του».