στρωτός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. στρωτός], στρωτός. 1. που είναι κανονικός στο χαρακτήρα του,
που δεν έχει ιδιόμορφο χαρακτήρα, που δεν παρουσιάζει ιδιομορφίες: «δε μας
δημιουργεί προβλήματα, γιατί είναι στρωτός άνθρωπος || μου είπες πως κουτσαίνει
λίγο, αλλά, απ’ ότι βλέπω, έχει στρωτό βάδισμα || αυτό το βιβλίο διαβάζεται με
ευκολία, γιατί έχει στρωτό γράψιμο». 2. που δεν παρουσιάζει ανωμαλίες,
που είναι ομαλός: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ο δρόμος ήταν στρωτός». 3.
(για είδη υπόδησης, ιδίως ένδυσης) που εφαρμόζει απόλυτα στο σώμα: «είναι πολύ
στρωτό το παντελόνι σου». Επίρρ. στρωτά, ομαλά, κανονικά: «η υπόθεση
εξελίσσεται στρωτά || η μηχανή δουλεύει στρωτά»·
- έχει
στρωτή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- πάει
στρωτά, α. ζει ήσυχα, κανονικά, κάνει ζωή φυσιολογική: «απ’ τη μέρα
που βγήκε απ’ τη φυλακή, πάει στρωτά». β. (για μηχανές) λειτουργεί
ομαλά, κανονικά: «μετά το σέρβις που έκανα στη μηχανή, πάει στρωτά»·
- πάει
στρωτά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- στρωτή
δουλειά, βλ. λ. δουλειά.