στροφή,
η, ουσ.
[<αρχ. στροφή], η στροφή. 1. καμπή δρόμου: «πρόσεχε πώς θα πάρεις τη
στροφή, γιατί είναι επικίνδυνη». (Λαϊκό τραγούδι: αν μαρσάρω την Τετάρτη,
μην τρομάξεις στις στροφές, είμαι χρόνια σοφεράκι, μη φοβάσαι τις ζημιές).
2. απομονωτήριο στις ναυτικές φυλακές Β. Π. ΑΡΗΣ (= Ψυττάλεια) που
ονομάστηκε έτσι, γιατί, για να μπεις μέσα σε αυτό κατέβαινες μια σκάλα που
έφερε μια στροφή: «ο χρόνος στη στροφή ήταν απέραστος». 3. στον πλ. οι
στροφές, (για κινητήρες) οι περιστροφικές κινήσεις γύρω από τον άξονα σε
ένα λεπτό: «ο κινητήρας τ’ αυτοκινήτου μου πιάνει 2.500 στροφές στο λεπτό».
(Ακολουθούν 32 φρ.)·
- ανεβάζω
τις στροφές (της) (ενν. της μηχανής της μοτοσικλέτας ή της μηχανής του
αυτοκινήτου), βλ. συνηθέστ. της δίνω τις στροφές της·
-
ανοιχτή στροφή, αυτή που έχει μεγάλη γωνία: «στην πρώτη ανοιχτή στροφή μετά
το χωριό υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι»·
- βγαίνω
απ’ τις στροφές μου, αποδιοργανώνομαι, δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, τα χάνω:
«όταν βρίσκομαι σε περιβάλλον με κόσμο που δε γνωρίζω, βγαίνω απ’ τις στροφές
μου»·
- δεν
παίρνει στροφές (ενν. το μυαλό του), βλ. φρ. δεν παίρνει στροφές το
μυαλό του·
- δεν
παίρνει στροφές το μυαλό του ή
το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, δεν μπορεί να σκεφτεί γρήγορα και
αποτελεσματικά, είναι μικρόνους: «με την παραμικρή δυσκολία πελαγώνει, γιατί
δεν παίρνει στροφές το μυαλό του || πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές για να
το καταλάβει, γιατί δεν παίρνει στροφές το μυαλό του»·
- δίνω
μια στροφή, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια στροφή·
- δίνω
τις στροφές μου, βλ. συνηθέστ. ρίχνω τις στροφές μου·
- κάνω
μια στροφή, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια στροφή·
- κάνω
τις στροφές μου, βλ. συνηθέστ. ρίχνω τις στροφές μου·
- κάνω
στροφή, αλλάζω συμπεριφορά ή τακτική, διαμορφώνω άλλη άποψη: «μόλις είδε τα
σκούρα, έκανε στροφή και μας έλεγε άλλα πράγματα»· βλ. και φρ. παίρνω στροφή·
- κάνω
στροφή 180 μοιρών (360 μοιρών), αλλάζω εντελώς συμπεριφορά ή τακτική,
διαμορφώνω εντελώς άλλη άποψη: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως με το άγριο δε
γινόταν τίποτα, έκανε στροφή 180 μοιρών και προσπάθησε να μας πάρει με το καλό»·
- κλειστή
στροφή, αυτή που έχει μικρή γωνία και για το λόγο αυτό είναι επικίνδυνη για
τον οδηγό: «έξω απ’ το τάδε χωριό υπάρχει μια κλειστή στροφή και πρέπει κανείς
να προσέχει πολύ»·
- παίρνει
στροφές στον αέρα, α. (για μηχανές) δε λειτουργεί κανονικά,
λειτουργεί ελαττωματικά, δεν παράγει ενέργεια, κίνηση: «έχει σοβαρό πρόβλημα η
μηχανή του αυτοκινήτου μου, γιατί παίρνει στροφές στον αέρα». β. (για
πρόσωπα) είναι πανέξυπνος, είναι ευφυέστατος: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις
εύκολα αυτόν τον άνθρωπο, γιατί παίρνει στροφές στον αέρα»·
- παίρνει
στροφές το μυαλό μου, μπορώ να σκεφτώ γρήγορα και αποτελεσματικά: «εμένα
δεν μπορείς να με ξεγελάσεις εύκολα, γιατί παίρνει στροφές το μυαλό μου»·
- παίρνω
ανάποδες στροφές, ξαφνικά αρχίζω να συμπεριφέρομαι άπρεπα, δύστροπα,
ιδιότροπα, παράξενα, πεισματικά: «κάθε φορά που παίρνει ανάποδες στροφές, μας
κάνει άνω κάτω»·
- παίρνω
ανοιχτά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή ανοιχτά, στρίβω το αυτοκίνητό
μου διαγράφοντας μεγάλη καμπύλη: «αν δεν έπαιρνα ανοιχτά τη στροφή, θα έπεφτα
πάνω στο φορτηγό που ερχόταν αντίθετα»·
- παίρνω
κλειστά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή κλειστά, στρίβω το αυτοκίνητό
μου διαγράφοντας μικρή καμπύλη: «όταν παίρνει κανείς κλειστά τη στροφή,
κερδίζει χρόνο»·
- παίρνω
μια στροφή, βλ. φρ. ρίχνω μια στροφή·
- παίρνω
τις στροφές μου, βλ. φρ. ρίχνω τις στροφές μου·
- παίρνω
στροφές, μπορώ να σκεφτώ γρήγορα και αποτελεσματικά: «ο σκοπός είναι να
μπορείς να παίρνεις στροφές, όταν έρχονται στριμόκωλα τα πράγματα»·
- παίρνω
στροφή, στρίβω, ιδίως το αυτοκίνητό μου: «στο πρώτο φανάρι που θα
συναντήσεις, θα πάρεις στροφή αριστερά και θα βγεις εκεί που θέλεις»·
- ρίχνω
μια στροφή, κάνω μια χορευτική στροφή, ιδίως σε ζεϊμπέκικο χορό: «κάποια
στιγμή ήρθε στο κέφι, κι όπως σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, έριξε κι αυτός μια
στροφή»·
- ρίχνω
τις στροφές ή ρίχνω τις στροφές της (ενν. της μηχανής της μοτοσικλέτας,
του αυτοκινήτου), ελαττώνω ταχύτητα: «κάθε φορά που έχει πολλή κίνηση στην
εθνική οδό, ρίχνω τις στροφές και πιάνω το δεξιό μέρος του δρόμου»·
- ρίχνω
τις στροφές μου, χορεύω, ιδίως ζεϊμπέκικο χορό: «όταν ρίχνει τις στροφές
του, θέλει να ’ναι μονάχος του στην πίστα». (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε τις
στροφές σου πάνω στο πατάρι όπως σου πονάει κι όπως σου γουστάρει)·
- στροφή
της κοινής γνώμης, μεταστροφή της κοινής γνώμης: «μετά την κατάθεση του
νέου φορολογικού νόμου, παρατηρήθηκε στροφή της κοινής γνώμης υπέρ της
κυβέρνησης»·
- της
δίνω τις στροφές της (ενν. της μηχανή της μοτοσικλέτας, του αυτοκινήτου), αναπτύσσω
ταχύτητα: «όταν έχω ελεύθερο δρόμο, της δίνω τις στροφές της»·
- τον
περιμένω στη στροφή, βλ. φρ. τον περιμένω στη γωνία, λ. γωνία·
- τον
πέρασα στη στροφή, βλ. συνηθέστ. τον έφαγα στη στροφή·
- τον
έφαγα στη στροφή, τον
ξεπέρασα την τελευταία στιγμή: «λίγο πριν κλείσει ο διαγωνισμός, πλειοδότησα
και τον έφαγα στη στροφή»·
-
φέρνω μια στροφή, βλ. συνηθέστ. ρίχνω μια στροφή·
- φέρνω
τις στροφές μου, βλ. συνηθέστ. ρίχνω τις στροφές μου·
-
χάνει στροφές, έχει
διανοητικά προβλήματα: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί χάνει στροφές».
Από την εικόνα της μηχανής που δουλεύει προβληματικά.