στρουγκού,
η, ουσ.
[<στρούγκα + κατάλ. -ού], (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «πολλές φορές
μέσα στη στρουγκού μπορείς να βρεις τα πιο καλά παιδιά». Συνών. αλυσίδες (3)
/ κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / φρέσκο / χάψη / ψειρού·
- μπαίνω
στη στρουγκού, μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι: «ήταν φυσικό να μπει στη
στρουγκού, αφού έμπλεξε μ’ αυτές τις αλητείες!»·
- τον
βάζω στη στρουγκού, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω στη στρουγκού·
- τον
ρίχνω στη στρουγκού, τονφυλακίζω: «μόλις τον έπιασαν, τον έριξαν
στη στρουγκού».