αγγελούδι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. άγγελος], το αγγελούδι. 1. πολύ όμορφο βρέφος: «μόλις
γέννησε ένα αγοράκι, που είναι σωστό αγγελούδι».2. (γενικά)
όμορφος νέος ή νέα: «γνώρισα μια πιτσιρίκα, που είναι σωστό αγγελούδι». (Λαϊκό
τραγούδι: σε θυμήθηκα και πάλι όμορφό μου αγγελούδι και σου γράφω ένα
τραγούδι στην αποψινή βραδιά). 3. (ειρωνικά) μικρό άτακτο παιδί:
«ποιο είναι φρόνιμο παιδί, αυτό; Τι να σου πω, αγγελούδι». 4. (ειρωνικά)
ο απατεώνας: «πρόσεχε τον τύπο που κάνεις παρέα, γιατί, απ’ ό,τι έμαθα, είναι
αγγελούδι»·
- κάθεται
σαν αγγελούδι, είναι πολύ φρόνιμος: «απ’ τη μέρα που τον αγρίεψα, κάθεται
σαν αγγελούδι»·
- αγγελούδι
μου, χαϊδευτική προσφώνηση σε μωρό ή σε μικρό παιδί: «γιατί κλαίει τ’
αγγελούδι μου;». (Λαϊκό τραγούδι: κοιμήσου αγγελούδι μου παιδί μου
νάνι νάνι, να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τ’ αψηλό πλατάνι)·
- κάνω
τ’ αγγελούδι, α. προσποιούμαι τον ανήξερο ή τον αμέτοχο σε κάποια
επιλήψιμη πράξη ή παράνομη δουλειά: «εμένα μη μου κάνεις τ’ αγγελούδι, γιατί,
ξέρω πολύ καλά πως ήσουν κι εσύ μπλεγμένος σ’ αυτή την παλιοδουλειά». β. προσποιούμαι
τον καλό: «όταν θέλει να πετύχει κάτι, μας κάνει τ’ αγγελούδι»·
- κοιμάται
σαν αγγελούδι ή κοιμάται σαν τ’ αγγελούδι, α. κοιμάται πολύ
ήρεμα, ιδίως βρέφος ή μικρό παιδί: «απ’ την ώρα που το ’βαλα στο κρεβατάκι του,
κοιμάται σαν αγγελούδι, το πουλάκι μου!». β. λέγεται και για μεγάλους:
«ο παππούς κοιμάται σαν αγγελούδι || γύρισε πτώμα απ’ τη δουλειά και τώρα
κοιμάται σαν αγγελούδι» ·
- τον
έκανα αγγελούδι, τον συνέτισα, ιδίως με κάποιο βίαιο τρόπο: «με δυο τρεις
μπάτσες που του ’δωσα τον έκανα αγγελούδι»·
- τον
παίρνω γι’ αγγελούδι, έχω την εντύπωση πως, το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος, είναι καλό και αγαθό, ενώ στην πραγματικότητα είναι εντελώς το αντίθετο:
«μην τον παίρνεις γι’ αγγελούδι, γιατί είναι μεγάλος απατεώνας». (Λαϊκό
τραγούδι: θα τα βρεις μαζί μου σκούρα κι ας με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα
μου βάλεις την κουλούρα και θα πεις κι ένα τραγούδι).