στρατιώτης,
ο, ουσ.
[<αρχ. στρατιώτης <στρατιά + κατάλ. -ιώτης], ο στρατιώτης· αυτός που
αγωνίζεται με πάθος και αυταπάρνηση για κάποιο σκοπό, για κάποιο υψηλό ιδανικό:
«στρατιώτης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων || στρατιώτης της δημοκρατίας ||
στρατιώτης του Χριστού». Υποκορ. στρατιωτάκι το, (βλ. λ.)·
- απλός
στρατιώτης, ο οπλίτης: «υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως απλός
στρατιώτης»·
- με
παίρνουν στρατιώτη, καλούμαι να καταταγώ στο στρατό, στρατεύομαι σε ένα από
τα τρία όπλα (στρατός ξηράς, ναυτικό, αεροπορία): «τον άλλο μήνα με παίρνουν
στρατιώτη». (Τραγούδι: όταν στρατιώτη με πήραν μου έμαθαν να ζω
μοναχός και με ασκήσεις σε λόφους μου δείξαν πώς νάμαι σκληρός)·
- πάω
στρατιώτης, βλ. φρ. φεύγω στρατιώτης·
- τον
έντυσαν στρατιώτη, παρουσιάστηκε
να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία μετά από πρόσκληση από το αρμόδιο
στρατιωτικό γραφείο: «πέρασε κιόλας ένας χρόνος απ’ τη μέρα που τον έντυσαν
στρατιώτη»·
-
φεύγω στρατιώτης, πηγαίνω
να καταταγώ στο στρατό για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία: «τον άλλο
μήνα φεύγω στρατιώτης».