στρατιωτάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. στρατιώτης]. 1. μικρό παιδί ντυμένο με στολή
στρατιώτη: «στα καρναβάλια ο γιος μου ντύθηκε στρατιωτάκι». 2. μικρό
ομοίωμα στρατιώτη που χρησιμοποιείται από τα παιδιά ως παιχνίδι: «ο γιος μου
έπαιζε στο δωμάτιό του με τα στρατιωτάκια του». 3. (για σκάκι) το καθένα
από τα πιόνια του ιδίου χρώματος και σχήματος: «προκειμένου να χάσει έναν
τρελό, θυσίασε δυο στρατιωτάκια»·
- τους
έχει όλους σαν στρατιωτάκια, έχει επιβάλλει σε μια ομάδα ατόμων υπερβολική
πειθαρχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, τους
έχει όλους σαν στρατιωτάκια»· βλ. και φρ. τους έχει όλους με τη βέργα, λ.
βέργα.