στραβωμάρα,
η, ουσ.
[<στράβωμα + κατάλ. -άρα]. 1. (κοροϊδευτικά) η ιδιότητα του στραβού:
«έχει τέτοια στραβωμάρα, που δε βλέπει ούτε τη μύτη του». 2. λανθασμένη
ενέργεια, η αβλεψία, η απροσεξία, η απερισκεψία: «με τέτοια στραβωμάρα, πολύ
φοβάμαι πως θα πέσει έξω η δουλειά». 3. κακοτυχία: «με τη στραβωμάρα που
έχω, το βλέπω πολύ απίθανο να ορθοποδήσω». 4. ως επιφών. στραβωμάρα! δηλώνει
αγανάκτηση ή δυσφορία σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε μέσα σε συνωστισμό·
- στραβωμάρα
έχεις; α. (απειλητικά) δε βλέπεις μπροστά σου; Λέγεται κυρίως, όταν
μας πατήσει ή όταν μας σπρώξει κάποιος. β. είναι πράγμα οφθαλμοφανές:
«στραβωμάρα έχεις και δεν μπορείς να καταλάβεις πως, αν κάνεις αυτή τη δουλειά,
θα καταστραφείς;».