αρόδο
κ. αρόδου,
επίρρ. [<ιταλ. a rada <βενετ. a
roda], μακριά από την ακτή, από το
λιμάνι, από το αγκυροβόλιο, από το λιμάνι, για μικρό χρονικό διάστημα, στ’ ανοιχτά:
«το λιμάνι είχε πολλή κίνηση και πολλά καράβια έμεναν αρόδο». (Λαϊκό τραγούδι: ταξίδευε
κι αυτός από παιδί, μα κάποτε αρόδου στο Σαντιάγκο να σώσει του
λοστρόμου τη ζωή του τσάκισε τα πόδια το παλάγκο (Ν. Καββαδίας)·
- είμαι
αρόδο, (για ναυτικούς) είμαι με το πλοίο έξω από το λιμάνι: «μείναμε δυο
μέρες αρόδο, γιατί το ντοκ, που θα πλευρίζαμε, είχε άλλο καράβι»·
- πάνε
αρόδο, βλ. φρ. τράβα αρόδο·
- τράβα
αρόδο, (απειλητικά στη γλώσσα της αργκό) φύγε από κοντά μου, απομακρύνσου:
«τράβα αρόδο, γιατί θα πλακωθούμε στις μπουνιές».