στραβά,
τα, ουσ. [πλ.
ουδ. του επιθ. στραβός], (ειρωνικά ή με κάποια επιθετική διάθεση) τα μάτια:
«γιατί έχεις συνέχεια τα στραβά σου καρφωμένα επάνω μου;». Συνών. γκαβά·
- ανοίγω
τα στραβά μου, α. προσπαθώ να μορφωθώ, μορφώνομαι: «λέω ν’ αρχίσω να
διαβάζω κι εγώ βιβλία, για ν’ ανοίξω τα στραβά μου». β. προσέχω: «αν δεν
ανοίξεις τα στραβά σου, θα σε τουμπάρουν». γ. (ειρωνικά) ξυπνώ: «μόλις
άνοιξε τα στραβά του, άρχισε τα τηλέφωνα στις γκόμενες». Συνών. ανοίγω τα
γκαβά μου·
- άνοιξε
τα στραβά σου! α. (υβριστικά ή απειλητικά) πρόσεξε καλά ή καλύτερα:
«εκεί που θα πας, άνοιξε τα στραβά σου, για να μάθεις κι εσύ πώς συμπεριφέρεται
ο καλός ο κόσμος!». β. (συμβουλευτικά και με επιθετική διάθεση) να είσαι
προσεκτικός: «εκεί που θα πας, άνοιξε καλά τα στραβά σου, γιατί υπάρχουν πολλοί
απατεώνες και θα θελήσουν να σε ξεγελάσουν!». Πολλές φορές, μετά το ρ.
ακολουθεί το καλά. Συνών. άνοιξε τα γκαβά σου(!)·
- μου
ανοίγουν τα στραβά, με συμβουλεύουν, μου υποδεικνύουν να προσέχω, ιδίως για
τη διαγωγή προσώπου που είμαι ερωτικά δεμένος μαζί του ή που είναι συγγενής
μου: «αν δε μου άνοιγαν τα στραβά οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα ποτέ πως η
γυναίκα μου μ’ απατούσε». Συνών. μου ανοίγουν τα γκαβά·
- πού
είχες τα στραβά σου; ή πού τα ’χες τα στραβά σου; (ειρωνικά ή
επιτιμητικά) γιατί δεν πρόσεχες(!): «πού τα ’χες τα στραβά σου και δεν
κατάλαβες πότε έφυγε;». Συνών. πού είχες τα γκαβά σου; ή πού τα ’χες
τα γκαβά σου;