στουπί,
το, ουσ.
[<μσν. στουπίν <αρχ. στυπ(π)εῖον <στύππη], το στουπί. 1.
βούλωμα για βαρέλι κρασιού: «πρόσεχε μη βγει το στουπί και χάσουμε το κρασί απ’
το βαρέλι». 2. στεγνή και άνοστη τροφή: «το φαγητό δεν τρωγόταν, γιατί
ήταν σαν στουπί». 3. το έντονο μεθύσι: «γυρνούσε στουπί στους δρόμους».
(Λαϊκό τραγούδι: τότε κι αυτοί μου δίνουν πουρμπουάρ, τους λέγω ορεβουάρ και
φεύγουνε στουπί)·
- γίνομαι
στουπί, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από
το μεθύσι: «πίναμε όλο το μεσημέρι κι αργά τ’ απόγευμα είχαμε γίνει στουπί».
(Τραγούδι: εγώ το πίνω και το λέω, γίνομαι στουπί και δε με
νοιάζει, σας ορκίζομαι, ο κόσμος τι θα πει). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι
φέσι, λ. φέσι·
- είμαι
στουπί, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται
από το μεθύσι: «πήγαινέ με μέχρι το σπίτι μου, γιατί είμαι στουπί και δεν μπορώ
να πάρω τα πόδια μου». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- τον
κάνω στουπί, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει
τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά σαν κάτσαμε να
πιούμε, τον έκανα στουπί». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι.