στουκ,
το, άκλ. ουσ. [;],
(στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) χαρτοπαιχτικός όρος στο παιχνίδι 21·
- κάνω
στουκ, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τριπλασιάζω το αρχικό
χρηματικό ποσό που κατέθεσα στην κάβα και διευθύνω τον τελευταίο γύρο του
παιχνιδιού. Όσα χρήματα συγκεντρωθούν ή μείνουν στην κάβα μετά και το παίξιμο
του τελευταίου παίχτη είναι δικά μου. β. κατ’ επέκταση, πετυχαίνω στην
επιδίωξή μου, στο σκοπό μου, στο στόχο μου: «ό,τι και να βάλει στο μυαλό του,
αργά γρήγορα κάνει στουκ».