στοπ,
το, άκλ. ουσ.
[<αγγλ. stop]. 1. οδικό απαγορευτικό σήμα για τροχοφόρα και πεζούς
και γενικά σήμα που απαγορεύει τη διέλευση: «η παράβαση του στοπ τιμωρείται με
αυστηρότατο πρόστιμο || στην είσοδο του εργοστασίου υπήρχε ένα μεγάλο στοπ. 2.
χρησιμοποιείται αντί τελείας, ιδίως σε τηλεγράφημα, για να ξεχωρίζει η μια
πρόταση από την άλλη, επειδή τα γράμματα γράφονται κεφαλαία: «ΦΤΑΝΩ ΑΥΡΙΟ ΣΤΟΠ
ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΕ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΣΤΟΠ». 3α. ως απαγορευτικό επιφών. στοπ!
σταμάτα! αλτ! Συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία εκείνος που προστάζει,
προτείνει ταυτόχρονα το χέρι του με τεντωμένη την παλάμη του σε εκείνον προς
τον οποίο απευθύνεται. β. ως προσταγή σε οδηγό αυτοκινήτου ή άλλου
τροχοφόρου να σταματήσει, συνήθως στην περίπτωση που τον καθοδηγούμε πώς να
παρκάρει ή σε κάποιον άλλον ελιγμό. γ. πάψε να μιλάς: «στοπ, ρε παιδάκι,
να προλάβει να μιλήσει και κανένας άλλος!». Συνών. βάστα! (13β, γ) / κράτει
(2β, γ) / φέρμα! (α, β). 4. στον πλ. τα στοπ, τα δυο μικρά
προειδοποιητικά φανάρια από τη μια και από την άλλη πλευρά στο πίσω μέρος του
αυτοκινήτου, που ανάβουν αυτόματα κόκκινα, κάθε φορά που ο οδηγός πατάει το
φρένο: «δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί είναι τα στοπ του
χαλασμένα και δε θέλω να ’ρθει κανείς και να καρφωθεί πίσω μου»·
-
βάλε ένα στοπ, σταμάτα,
πάψε να μιλάς: «βάλε ένα στοπ να πάρει σειρά να μιλήσει και κανένας άλλος»·
-
κάνε ένα στοπ, σταμάτα,
κάνε μια στάση: «κάνε ένα στοπ στο πρώτο βενζινάδικο να βάλουμε βενζίνα».