στιφάδο,
το, ουσ.
[<βενετ. stufado <λατιν. σπάν. extufare <αρχ. ελλ. τῦφος (= ατμός)],
το στιφάδο·
- τα
’κανα στιφάδο, μπέρδεψα μια δουλειά, υπόθεση, κατάσταση ή σχέση και, κατ’
επέκταση, απέτυχα: «μου ανέθεσαν να φέρω σε πέρας μια δουλειά κι εγώ τα ’κανα
στιφάδο»·
- τον
κάνω στιφάδο, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ, τον κάνω κομματάκια: «δεν
τολμάει να τα βάλει μαζί μου, γιατί παλιά, μια φορά που τα ’βαλε, τον έκανα στιφάδο».
Η φρ. θα πρέπει να ’χει τη ρίζα της στη φρ. τον κάνω με τα κρεμμυδάκια, γιατί
στιφάδο χωρίς μικρά κρεμμύδια δεν μπορεί να γίνει.