στιλάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. στιλ]. 1. άτομο, ιδίως νεαρό, που προσέχει, που
φροντίζει πολύ το παρουσιαστικό του, τη συμπεριφορά του, το ντύσιμό του και,
γενικά, νεαρό καλοντυμένο άτομο: «ο φίλος σου είναι πολύ στιλάκι». 2. νεαρό
άτομο με λεπτό και καλογραμμένο κορμί: «γνώρισα μια κοπέλα που είναι πολύ
στιλάκι»·
- το
παίζει στιλάκι, προσποιείται τον ακατάδεκτο: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το
λαχείο, το παίζει στιλάκι ο φίλος σου».