στιγμή,
η, ουσ.
[<αρχ. στιγμή], η στιγμή· ελάχιστο χρονικό διάστημα· ως επίρρ., καθόλου:
«μόλις μπήκε μέσα η τάδε, δεν πήρε στιγμή το βλέμμα του από πάνω της». Υποκορ. στιγμούλα,
η. (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- ανάθεμα
τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα
την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’
τη μια στιγμή στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά: «είναι
τύπος που αλλάζει γνώμη απ’ τη μια στιγμή στην άλλη || απ’ τη μια στιγμή στην
άλλη έγινε πλούσιος, γιατί κέρδισε στο τζόκερ»·
- απ’
τη στιγμή που…, αφού, εφόσον, αν: «απ’ τη στιγμή που δε θα πας εσύ, δε θα
πάω κι εγώ»·
- απ’
την πρώτη στιγμή, αμέσως, ευθύς: «απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως δεν
ήταν σόι άνθρωπος»·
- από
στιγμή σε στιγμή, συντομότατα, εντός ολίγου, όπου να’ ναι, χωρίς να
γνωρίζουμε όμως πότε ακριβώς: «θα φανεί από στιγμή σε στιγμή»·
- βλαστήμησα
τη στιγμή που…, βλ. φρ. βλαστήμησα την ώρα που…, λ. ώρα·
- βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- για
μια στιγμή, στιγμιαία: «για μια στιγμή μου φάνηκε πως τον είδα να περνάει
απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο»·
- δε
χάνω στιγμή, ενεργώ, κινούμαι, δρω αμέσως: «μόλις μου τυχαίνει κάποια καλή
ευκαιρία, δε χάνω στιγμή και την εκμεταλλεύομαι»·
- δεν
είναι της στιγμής (κάτι), δηλώνει άκαιρη επέμβαση: «με συγχωρείτε που σας
διακόπτω, αλλά τι ώρα θα φάμε; -Δεν είναι τη στιγμής, δε βλέπεις που δεν
τελείωσε ακόμα η μετακόμισή μας!»·
- δεν
έκλεισε στιγμή το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- δεν
κάθεται στιγμή σε ησυχία, βλ. λ. ησυχία·
- είναι
άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
στιγμές που…, βλ. φρ. έρχονται στιγμές που(…)·
-
έρχονται στιγμές που…, λέγεται
για κάτι που συμβαίνει κατά αραιά χρονικά διαστήματα: «έρχονται στιγμές, που
αναπολώ τ’ ανέμελα παιδικά μου χρόνια || έρχονται στιγμές που μετανιώνω που τον
βοήθησα». (Λαϊκό τραγούδι: έρχονται στιγμές που ακόμα σ’
αγαπώ, έρχονται στιγμές που ακόμα σε ποθώ)·
- έχει
τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές
στιγμές του, είναι άλλοτε καλός και άλλοτε κακός: «σαν όλους τους
ανθρώπους, έτσι κι αυτός, έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του»·
- ζω
τρομερές στιγμές, περνώ πολύ δύσκολη ή πολύ ευχάριστη περίοδο: «μετά το
θάνατο του πατέρα μου, ζω τρομερές στιγμές, γιατί ακόμα δεν μπόρεσα να το
ξεπεράσω || πήγα με την τάδε στο νησί και ζήσαμε τρομερές στιγμές»·
- η
κακιά στιγμή, βλ. φρ. η κακιά ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η
κακιά στιγμή,για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή,
μπουζούκι θα σε σπάσω)·
- ήρθε
η ώρα κι η στιγμή, βλ. λ. ώρα·
- ήρθε
σ’ άσχημη στιγμή, με επισκέφθηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ
ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση: «ήρθε να
μου ζητήσει να τον βοηθήσω, αλλά ήρθε σ’ άσχημη στιγμή κι έτσι έφυγε άπρακτος»·
- ήρθε
σε δύσκολη στιγμή, ένιωσε άσχημα, δύσκολα από τη συμπεριφορά κάποιου: «ήρθε
σε δύσκολη στιγμή, όταν ο άλλος μπροστά στον κόσμο απαιτούσε να του επιστρέψει
τα δανεικά που του είχε δώσει»·
- ήρθε
σε κακή στιγμή, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη στιγμή·
- ήρθε
σε καλή στιγμή, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη
ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «μα δεν μπόρεσα να
του αρνηθώ τίποτα, γιατί ήρθε σε καλή στιγμή»·
- θα
βλαστημήσεις τη στιγμή που…, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις την ώρα που…, λ.
ώρα·
- θα βλαστημήσεις
την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- ιστορική
στιγμή, ορισμένο χρονικό σημείο της Ιστορίας ενός τόπου, της Ιστορίας
γενικά ή της ζωής μας, με ιδιαίτερη σπουδαιότητα: «ήταν ιστορική στιγμή η
κατάκτηση της Σελήνης || ήταν ιστορική στιγμή η επάνοδος του Κ. Καραμανλή στην
Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 || ήταν ιστορική στιγμή για μένα που γνώρισα αυτή τη
γυναίκα»·
- κάθε
στιγμή, πολύ συχνά, πολύ τακτικά: «κάθε στιγμή, πού τον βρίσκεις πού τον
χάνεις, τη βγάζει αραχτός στα μπαράκια της παραλίας». (Λαϊκό τραγούδι: εσένα
σε σταυρώσανε μια μέρα σκοτεινή και με μένα με σταυρώνουνε, Χριστέ, κάθε
στιγμή)·
- κάθε
ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, βλ. λ. ώρα·
- κάποια
στιγμή, (αόριστα) κάποτε: «πέρασε πολύς καιρός από τότε, ώσπου κάποια
στιγμή κατάλαβε πως είχα δίκιο, κι ήρθε να μου ζητήσει συγνώμη»·
- κατάρα
τη στιγμή, βλ. λ. κατάρα·
- κατάρα
την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- καταριέμαι
την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- με
βρήκε άσχημη στιγμή, βλ. φρ. με βρήκε δύσκολη στιγμή·
- με
βρήκε δύσκολη στιγμή, βρίσκομαι σε κακή ψυχολογική κατάσταση, επειδή
αντιμετωπίζω ανεπιθύμητο γεγονός: «αφού βλέπεις πως με βρήκε δύσκολη στιγμή, μη
μ’ ενοχλείς κι εσύ με τη μουρμούρα σου!». (Λαϊκό τραγούδι: με βρήκε
δύσκολη στιγμή, μη μου μιλάτε απόψε, μη)·
- μετράει
στιγμές, είναι ετοιμοθάνατος: «απ’ τη στιγμή που οι γιατροί σήκωσαν τα
χέρια τους ψηλά, ο άρρωστος μετράει στιγμές»·
- μέχρι
στιγμής, μέχρι αυτή την ώρα που μιλάμε: «μέχρι στιγμής δεν είχα κανένα νέο
του || μέχρι στιγμής δεν αποφασίσαμε τι θα κάνουμε»·
-
μήτε στιγμή, βλ.
φρ. ούτε στιγμή·
- μια
στιγμή! έκφραση με την οποία ζητάμε από κάποιον να περιμένει, γιατί
προτιθέμεθα να του πούμε κάτι που σκεφτήκαμε ξαφνικά ή να τον απασχολήσουμε για
ελάχιστο χρονικό διάστημα: «μια στιγμή, γιατί νομίζω πως βρήκα τι θα κάνουμε! ||
μια στιγμή, σας παρακαλώ! Πώς μπορώ να πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;»·
- μια
στιγμή, ελάχιστο χρονικό διάστημα: «περίμενε μια στιγμή να ξεκουραστώ και
συνεχίζουμε αμέσως»·
- ο
άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ούτε
(μια) στιγμή, α. καθόλου: «δεν τον άφησα ούτε μια στιγμή απ’ τα
μάτια μου || δε θα σηκωθείς ούτε στιγμή απ’ τη θέση σου || δε δίστασε ούτε
στιγμή και του τα ’πε έξω απ’ τα δόντια». β. δηλώνει πολύ μικρό χρονικό
διάστημα: «δεν έχει ούτε στιγμή που έφυγε κι αν βιαστείς, ίσως τον προλάβεις
στ’ ασανσέρ». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη,
μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας
κυνήγησες)·
- προς
στιγμή, κάποια στιγμή και για πολύ λίγο χρονικό διάστημα: «προς στιγμή
νόμισα πως ο τάδε που ερχόταν ήταν ο αδερφός σου, όταν όμως πλησίασε, κατάλαβα
πως ήταν κάποιος άλλος, που του έμοιαζε»·
- σε
μια στιγμή, ξαφνικά, στιγμιαία: «σε μια στιγμή άρχισε να γελάει δυνατά»·
- σε
στιγμή αδυναμίας, συνηθισμένη δικαιολογία γυναικών που έχουν απατήσει το
σύζυγό τους ή τον εραστή τους, αποδίδοντας την απάτη σε πρόσκαιρη μείωση της
ηθικής τους αντίστασης: «μετάνιωσε πικρά που απάτησε τον άντρα της και αποδίδει
το γεγονός σε στιγμή αδυναμίας». Συνήθως μετά το σε της φρ. ακολουθεί το
μια·
- στη
στιγμή, αμέσως: «θέλω να πας και να ’ρθεις στη στιγμή»·
- τελευταία
στιγμή, βλ. φρ. την τελευταία στιγμή·
- τη
στιγμή που…, α. κατά τη διάρκεια που…, ενόσω, ακριβώς την ώρα που…:
«τη στιγμή που μιλούσες στο τηλέφωνο, πέρασε ο τάδε έξω απ’ το μπαράκι». β.
αφού, εφόσον: «τη στιγμή που ξέρεις ποιος είναι ο ένοχος, πρέπει να τον
κατονομάσεις»·
- την
τελευταία στιγμή, ακριβώς λίγο πριν συμβεί κάτι καλό ή κακό, στο
τελευταίο χρονικό όριο: «τον πρόλαβα την τελευταία στιγμή, πριν υπογράψει το
συμβόλαιο, κι έτσι γλίτωσε ο άνθρωπος || έτρεχα σαν τρελός να προλάβω το τρένο,
αλλά την τελευταία στιγμή το ’χασα».
- την
τελευταία του στιγμή, λίγο πριν πεθάνει, λίγο πριν ξεψυχήσει: «λίγο πριν
την τελευταία του στιγμή έδωσε την ευχή του στα παιδιά του || την τελευταία του
στιγμή αναγνώρισε όλα τα σφάλματά του». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία
μου στιγμή τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά, μανούλα μου, εσένα θα
ζητήσω)·
- της
στιγμής, α. που γίνεται γρήγορα: «ο νες καφέ είναι ένας καφές της
στιγμής». β. που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα: «πρέπει να ξανασκεφτείς την
υπόθεση και δεν πρέπει να πάρεις απόφαση της στιγμής || του έκανε ένα σκίτσο
της στιγμής και παρ’ όλ’ αυτά του έμοιαζε»·
- το
’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. αδυναμία·
- τον
βρήκα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον
βρήκα σε δύσκολη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον
βρήκα σε κακή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή στιγμή·
- τον
βρήκα σε καλή στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή στιγμή·
- τον
βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, α. τον βρήκα σε τέτοια κατάσταση, που για
διάφορους λόγους δεν μπορούσε να αντισταθεί ή να αντιδράσει: «τον πέτυχα την
ώρα που προσπαθούσε να ρίξει μια γκόμενα και μια και τον βρήκα σε στιγμή
αδυναμίας, του ’κανα τράκα διακόσια ευρώ». β. τον βρήκα σε κατάσταση
οικονομικής ανέχειας: «είμαι σίγουρος πως θα μου ’δινε τα λεφτά που του ζήτησα,
αλλά τον βρήκα σε στιγμή αδυναμίας, γι’ αυτό δεν μου τα ’δωσε»·
-τον πέτυχα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη
στιγμή·
-τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, τον επισκέφτηκα σε πολύ
ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή
ψυχολογική κατάσταση: «πήγα να του ζητήσω δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη
στιγμή, δεν του είπα τίποτα κι έφυγα»·
- τον
πέτυχα σε κακή στιγμή, βλ.
φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή·
- τον
πέτυχα σε καλή στιγμή, τον
επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που
βρισκόταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «πέρασα απ’ το γραφείο του και με την
ευκαιρία που τον πέτυχα σε καλή στιγμή, του ζήτησα και κάτι λεφτά που τα
χρειαζόμουν»·
-
χωρίς να χάνει στιγμή ή
χωρίς να χάσει στιγμή, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ευθύς, αμέσως:
«κάθε φορά που αποτυχαίνει κάπου, χωρίς να χάνει στιγμή επαναλαμβάνει την
προσπάθειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πάνω στην κρύα σου καρδιά, χωρίς στιγμή
να χάσω, έριξα πάλι μια ζαριά κι έφερε δύο κι άσο). Συνών. χωρίς να
χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς
να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να
χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα.