στίγμα,
το, ουσ.
[<αρχ. στίγμα], το στίγμα. 1. οτιδήποτε προκαλεί ντροπή ή
καταδικάζεται από την κοινωνία, το ηθικό στίγμα, η ηθική κηλίδα: «ο μεγάλος
τους ο γιος είναι το στίγμα της οικογένειάς τους || έχει το στίγμα του
καταχραστή και δεν μπορεί να βρει πουθενά δουλειά || έχει το στίγμα του
τοξικομανή». 2. η τοποθέτηση κάποιου σε ένα χώρο, ιδίως πολιτικό, ή η
στάση του σε ένα ζήτημα: «είναι γνωστό το πολιτικό του στίγμα, γι’ αυτό, μη σε
παραμυθιάζει με τις δημοκρατικές του τάχα ιδέες»·
- δίνω
το στίγμα μου, α. πληροφορώ, ειδοποιώ κάποιον σε ποιο χώρο, σε ποιο
σημείο βρίσκομαι και, κατ’ επέκταση, διατηρώ τις φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις
που έχω με κάποιον: «κάθε τόσο θα δίνω το στίγμα μου, ώστε, σε περίπτωση που με
χρειαστείς, να ξέρεις πού θα με βρεις || μη στενοχωριέσαι, γιατί κάθε τόσο θα
δίνω το στίγμα μου». β. τοποθετούμαι θετικά ή αρνητικά πάνω σε ένα
συγκεκριμένο θέμα: «όσον αφορά τη θέση μου, σχετικά με τα ναρκωτικά, την
ξέρετε, γιατί ήδη έχω δώσει το στίγμα μου»·
- παίρνω
το στίγμα του, πληροφορούμαι, ειδοποιούμαι από κάποιον σε ποιο χώρο, σε
ποιο σημείο βρίσκεται και, κατ’ επέκταση, διατηρώ τις φιλικές ή κοινωνικές
σχέσεις που έχω μαζί του: «κάθε τόσο παίρνω το στίγμα του κι έτσι δεν υπάρχει
φόβος να χαθούμε».